Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Η ιστορία ενός ονόματος: Άμαστρις

Η σημερινή Άμαστρις (Amasra)

της Ελένης Τ. Μεντεσίδου
Αρχαιολόγου

Το πρώτο που έρχεται στο νου, στο άκουσμα του ονόματος Άμαστρις, είναι η ομώνυμη πόλις που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της νοτίου ακτής του Ευξείνου Πόντου. Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός πως η πόλις αυτή ιδρύθηκε από την Άμαστρι, περσίδα πριγκίπισσα και σύζυγο του τυράννου της Ηράκλειας Ποντικής, Διονυσίου.

Η Άμαστρις είχε αριστοκρατική καταγωγή καθώς ήταν κόρη του Οξυάτρη, αδερφού του βασιλιά Δαρείου. Οι πληροφορίες για τη ζωή της πριγκίπισσας είναι λίγες και αφορούν κυρίως τους γάμους που έκανε με ισχυρούς άνδρες της εποχής στα πλαίσια των πολιτικών συμμαχιών. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους περιόδου που διαδέχθηκε το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η τέλεση γάμων μεταξύ μελών βασιλικών οικογενειών ήταν σύνηθες φαινόμενο και αποτελούσε μέρος της πολιτικής διπλωματίας. Οι γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών συχνά ‘θυσιάζονταν’ στο βωμό της πολιτικής επιτυχίας των γονέων ή των συζύγων τους και οδηγούνταν στην σύναψη λευκών γάμων. Η ζωή της Αμάστριδος είναι γεμάτη από τέτοιους γάμους.

Ως ανιψιά του Δαρείου η Άμαστρις μεγάλωσε μαζί με τη συνομήλική της πριγκίπισσα Στάτειρα. Στη συνέχεια τη συναντούμε να συνοδεύει τη βασιλική οικογένεια κατά την εκστρατεία του Δαρείου εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά τη σημαντική μάχη και τη νίκη του Αλεξάνδρου στην Ισσό, οι γυναίκες της αυλής, που κατά την εθιμοτυπία συνόδευαν το βασιλιά, αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις των μακεδόνων. Μεταξύ των γυναικών βρίσκονταν η μητέρα του Δαρείου, η γυναίκα του, η αδελφή του, οι δυο του κόρες και πιθανότατα η ανιψιά του Άμαστρις.

Η πριγκίπισσα φαίνεται πως ακολούθησε τον στρατό των μακεδόνων μέχρις ότου ο Αλέξανδρος έφτασε στα Σούσα το 331 π.Χ. Εκεί πιθανότατα παρέμεινε ως το 324 π.Χ., οπότε σύμφωνα με τις πηγές πραγματοποιήθηκαν μεγαλοπρεπείς βασιλικοί γάμοι. Η Άμαστρις ακλουθώντας τη μοίρα των γυναικών της περσικής αριστοκρατίας, παντρεύτηκε κατά την τέλεση των γάμων, τον μακεδόνα στρατηγό Κρατερό. Οι γάμοι στα Σούσα χαρακτηρίστηκαν βασιλικοί καθώς κατά τη διάρκειά τους ο ίδιος ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε δύο περσίδες πριγκίπισσες, τη Βαρσίνη, κόρη του Δαρείου και την Παρυσάτιδα, κόρη του Ώχου.

Ο γάμος του Κρατερού και της Αμάστριδος ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ. Ο Κρατερός μετά το Λαμιακό Πόλεμο και την υποστήριξη που προσέφερε στον στρατηγό και αυτοκράτορα της Ευρώπης Αντίπατρο, δέχθηκε να παντρευτεί ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που του προσέφερε την κόρη του Φίλα. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυε τους δεσμούς του με τον ισχυρό άνδρα της Μακεδονίας. Ο Κρατερός νυμφευόμενος της Φίλα, εγκατέλειψε την Άμαστρι, την οποία όμως, όπως φαίνεται φρόντισε να αποκαταστήσει, δίνοντάς την στον Διονύσιο, μονάρχη της Ηράκλειας Ποντικής. Οι γάμοι της Αμάστριδος και του Διονυσίου τελέστηκαν γύρω στο 322 π.Χ.

Ο Διονύσιος είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Ηράκλειας από το 337 π.Χ. Κατά τα χρόνια της μοναρχίας του μεγέθυνε την εξουσία του και βελτίωσε την οικονομική κατάσταση της πόλης. Επιπλέον, μετά την πτώση της Περσικής αυτοκρατορίας, ο Διονύσιος επέκτεινε το χώρο της δικαιοδοσίας. Αργότερα, στα πλαίσια των διενέξεων μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλέξανδρου, ο Διονύσιος επωφελούμενος των καταστάσεων επέκτεινε την εξουσία περεταίρω προσαρτώντας τις πόλεις Τίειον, Κρώμνη, Σήσαμο και Κύτωρο. Τέτοια ήταν η δυναμική που είχε αποκτήσει ώστε το 306 ή το 305 π.Χ. αναγορεύτηκε βασιλιάς.

Ο γάμος του Διονυσίου με την Άμαστρι, προσέφερε στον μονάρχη της Ηράκλειας επιπλέον κύρος, συμμάχους και πλούτο, χάρη στον οποίο είχε πια τη δυνατότητα να ζει τρυφηλή ζωή και να ικανοποιεί τον πόθο του για πολυτέλεια. Κατά τη διάρκεια του γάμου, ο οποίος διήρκεσε αρκετά χρόνια, η Άμαστρις απέκτησε τρία παιδιά, τον Κλέαρχο, τον Οξυάτρη και την Άμαστρι. Μετά το θάνατο του Διονυσίου το 305 π.Χ. η Άμαστρις, ως νόμιμη σύζυγος του, τον διαδέχθηκε στο θρόνο και έγινε αυτή η μονάρχης της Ηράκλειας.

Στο πλαίσιο ωστόσο της ταραχώδους πολιτικής κατάστασης και των συγκρούσεων μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά το θάνατο του Διονυσίου η Ηράκλεια τέθηκε υπό την προστασία του Αντιγόνου. Η Άμαστρις δέχθηκε το γεγονός καθώς ήταν αδύνατο για αυτή να εξουσιάσει την μεγάλης έκτασης περιοχή της δικαιοδοσίας της. Γύρω στο 302 π.Χ. ωστόσο, φαίνεται πως η βασίλισσα ενδυναμώνει τις σχέσεις της με τον Λυσίμαχο και τελικά παντρεύεται τον ισχυρό άνδρα της Ανατολής. Ο Λυσίμαχος, που έως τότε είχε περιλάβει στις κτήσεις του το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής και βορειοδυτικής Μικρά Ασίας, νυμφευόμενος την Άμαστρι επισφράγισε την επιρροή του και στα εδάφη της Ηράκλειας.

Μετά τον τρίτο γάμο της η Άμαστρις έφυγε από την Ηράκλεια για να ζήσει κοντά στο νέο της σύζυγο, Λυσίμαχο στις Σάρδεις. Το ότι ο γάμος μεταξύ Αμάστριδος και Λυσιμάχου ήταν περισσότερο πολιτική πράξη αποδεικνύει το γεγονός πως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ο Λυσίμαχος αποφάσισε να παντρευτεί την Αρσινόη, κόρη του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου. Στόχος του βασιλιά ήταν, να ενισχύσει με τον γάμο αυτό τους δεσμούς του και με τον οίκο των Πτολεμαίων.

Μετά το τέλος και του τρίτου γάμου της η Άμαστρις αποφάσισε να απομακρυνθεί από το περιβάλλον του Λυσιμάχου και επέλεξε να επιστρέψει στην Ηράκλεια, όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής της. Επιστρέφοντας ωστόσο αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τους γιούς της οι οποίοι είχαν στο μεταξύ αναλάβει την εξουσία της πόλης. Παρόλαυτα, η βασίλισσα είχε τον πρώτο λόγο στην άσκηση της εξουσίας, καθώς αν και διαζευγμένη τελούσε υπό την προστασία του Λυσιμάχου. Προκειμένου ωστόσο να αντιμετωπίσει την κατάσταση με όσο το δυνατό ηπιότερο τρόπο βασίλισσα επέλεξε να χωρίσει την πόλη σε τρία τμήματα ώστε να αναλάβουν εξίσου την εξουσία αυτή και οι δύο της γιοί, Κλέαρχος και Οξάρθης. Στη συνέχεια αποφάσισε να αποτραβηχτεί από το προσκήνιο και εγκαταστάθηκε στην μικρή πόλη Σήσαμο, που βρισκόταν ανατολικότερα της Ηράκλειας.

Μετά την εγκατάστασή της στη Σήσαμο η Άμαστρις ίδρυσε με συνοικισμό τεσσάρων πόλεων της Κυτώρου, της Κρώμνης, του Τίειον και της Σησάμου μία νέα, στην οποία έδωσε το όνομά της. Εκεί η βασίλισσα έζησε ως το θάνατό της το 286 π.Χ. Το τέλος της Αμάστριδος ήταν δραματικό και μυστηριώδες. Σύμφωνα με μία θεωρεία τη βασίλισσα σκότωσαν τα ίδια της τα παιδιά, ενώ κατά μια άλλη υπεύθυνος για το θάνατό της ήταν ο Λυσίμαχος.

Το Τίειον, η Κυτώρος, η Κρώμνη και η Σησάμος, οι πόλεις από τις οποίες συνοικίστηκε η Άμαστρις ήταν μικρές ελληνικές αποικίες οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα ιδρύθηκαν από τη μητρόπολη Μίλητο. Η Κύτωρος μόνον ήταν αποικία της Σινώπης. Στην διάρκεια της ιστορίας τους οι ελληνικές αυτές αποικίες επιβίωσαν της επιδρομής των Κιμμερίων στη νότιο ακτή του Ευξείνου Πόντου κατά τον 7ο αι.π.Χ., της επέκταση της επιρροής των Λυδών στην περιοχή τον 6ο αι.π.Χ. καθώς και της περσικής κυριαρχίας στα τέλη του ίδιου αιώνα. Στα τέλη ωστόσο του 5ου αι.π.Χ. οι πόλεις κέρδισαν την αυτονομία τους, την οποία διατήρησαν έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αδιευκρίνιστο παραμένει ωστόσο, αν η Ηράκλεια Ποντική κατάφερε να επηρεάσει ή να ελέγχει σε κάποιο βαθμό τις μικρότερες από αυτή πόλεις της άμεσης γειτονίας της κατά την περίοδο της μεγάλης της ακμής.

Η Άμαστρις επέλεξε να εγκατασταθεί και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της στην Σήσαμο καθώς ή πόλη ήταν χτισμένη σε μία στρατηγική θέση εξαιρετικής ομορφιάς. Όπως πολλές από τις ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο, η Σήσαμος είχε κτιστεί σε μία χερσόνησο, η οποία ενώνεται με την ακτή με ένα στενό ισθμό. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνταν δύο λιμάνια, ένα στα δυτικά του ισθμού και ένα στα ανατολικά. Το γεγονός αυτό καθιστούσε την πόλη σημαντικό εμπορικό σταθμό. Επιπλέον, κτισμένη σε χερσόνησο ήταν καλά προστατευμένη από τη θάλασσα, ενώ η φυσική οχύρωσή της συνεχίζονταν και στη στεριά καθώς στα νότια της πόλης πολύ κοντά στην ακτή ορθώνονται οι Ποντικές Άλπεις, που δυσχεραίνουν την επικοινωνία με το εσωτερικό της Ανατολίας. Οι κάτοικοι της Σησάμου ωστόσο δεν είχαν καταφέρει να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα με τα οποία ήταν προικισμένη η θέση και έτσι η πόλη τους παρέμενε ένα μικρό λιμάνι έως την άφιξη της Αμάστριδος.

Αμέσως μετά την εγκατάστασή της η Άμαστρις ξεκίνησε την ανοικοδόμηση της Σησάμου. Κύριος στόχος της ήταν να μετατρέψει το μικρό λιμάνι σε λαμπρή πόλη, ισάξια έδρα μιας βασίλισσας της ελληνιστικής περιόδου. Η ανάπλαση της πόλης προφανώς επέφερε στην Αμάστρι αναγνωσιμότητα και η φήμη της εξαπλώθηκε στις αυλές των ελληνιστικών βασιλείων. Παραμένει άγνωστο ωστόσο πού βρήκε η βασίλισσα τα χρήματα προκειμένου να καλύψει τα έξοδα που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του μεγαλεπήβολου οικοδομικού προγράμματός της.

Πρώτο μέλημα της Αμάστριδος ήταν η ανακατασκευή και η επέκταση των λιμανιών της πόλης. Γνωστό από τις πηγές είναι πως η βασίλισσα έκτισε ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο για την ίδια καθώς και άλλα λαμπρά οικοδομήματα, όπως ναούς και θέατρο τα οποία έδωσαν στην Άμαστρι, αίγλη και μεγαλείο. Επιπλέον, η πόλη χωρίστηκε σε συνοικίες κάθε μία από τις οποίες φιλοξένησε τους κατοίκους από τις τέσσερεις πόλεις που συνοίκησαν την Άμαστρι. Οι συνοικίες αυτές βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα στα δυτικά του λιμανιού κάτω από την ακρόπολη. Στην ίδια περιοχή υπήρχε ο ναός του προστάτη της πόλης, Δία Στρατηγού και της συζύγου του Ήρας.

Ο Δίας με το επίθετο Στρατηγός, που δηλώνει την ιδιότητά του ως θεό του πολέμου, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη βόρειο Μικρά Ασία κατά την ελληνιστική περίοδο. Δημοφιλέστερος όλων ήταν ο βωμός του Διός Στρατίου στην Αμάσεια του Πόντου. Εκεί ο βασιλιάς Μιθριδάτης προσέφερε θυσίες προς τον προστάτη θεό του, πριν ξεκινήσει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις εναντίον του ρωμαϊκού στρατού.

Η οικονομία της νέας πόλης, της Αμάστριδος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο. Κύρια πηγή εσόδων υπήρξε το διπλό λιμάνι της πόλης, στο οποίο τα πλοία μπορούσαν να ελλιμενίσουν ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, κάτι που δεν συνέβαινε στα περισσότερα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, όπου τα πλοία μπορούσαν να δέσουν μόνο όταν έπνεαν ευνοϊκοί άνεμοι. Τα κύρια προϊόντα που εμπορεύονταν οι κάτοικοι της Αμάστριδος ήταν ξυλεία υψηλής ποιότητας που προέρχονταν από τα γειτονικά δάση, ψάρια καθώς και λάδι και καρπούς ελιάς. Το λάδι και τις ελιές τους οι αμαστινοί τις εμπορεύονταν κυρίως στις αγορές της βορείου ακτής του Ευξείνου Πόντου. Το γεγονός πιστοποιεί ο εντοπισμός αμφορέων από την Άμαστρι στις πόλεις της περιοχής.

Όπως ήταν σύνηθες κατά την ελληνιστική περίοδο η Άμαστρις εξέδωσε μια σειρά νομισμάτων. Η βασίλισσα προφανώς χρησιμοποίησε, την άγνωστη σε εμάς οικονομική πηγή, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα τις νομισματοκοπίας της. Στον εμπορσθότυπο των νομισμάτων της Αμάστριδος, εικονίζεται η ίδια η βασίλισσα φορώντας περσικό κάλυμμα κεφαλής διακοσμημένο με αστέρι, δηλωτικό της καταγωγής της αλλά και στεφάνι που παραπέμπει σε ελληνικά πρότυπα. Στον οπισθότυπο εικονίζεται ένθρονη η θεά Αφροδίτη, που κρατά στο δεξί της χέρι μια Νίκη. Επιλέγοντας αυτά τα μοτίβα η Άμαστρις, δήλωνε πως αυτή ήταν η κυρίαρχη δύναμη της πόλης. Ταυτόχρονα η επιλογή των θεμάτων αποκαλύπτει την περσική της καταγωγή μα και την έντονη επιρροή που είχε δεχθεί από την ελληνική θρησκεία και παράδοση.

Η Άμαστρις έζησε στην πόλη της ως το 286 π.Χ., οπότε και δολοφονήθηκε. Μετά το θάνατό της ο πρώην σύζυγος της Λυσίμαχος, κατέλαβε την Άμαστρι και την Ηράκλεια. Επιπλέον, εγκατέστησε τη σύζυγο του Αρσινόη στο ανάκτορο της πρώην γυναίκας του στην Άμαστρι. Ο Λυσίμαχος ωστόσο δεν κατάφερε να διατηρήσει τον έλεγχο της πόλεως, την ηγεμονία της οποίας για κάποια διάστημα ανέλαβε ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νιμομήδης. Τέλος, μετά από συνεχείς εμπλοκές και διπλωματικές παρεμβάσεις, ο βασιλιάς του Πόντου Αριοβαρζάνης προσάρτησε την Άμαστρι στο Βασίλειο των Μιθριδατών το 266 π.Χ. Στο εξής η πόλις υπήρξε μια από τις σημαντικότερες του Βασιλείου του Πόντου. Οι Μιθριδάτες αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά της και κυρίως τη στρατηγική της θέση φαίνεται πως την κατέστησαν διοικητικό κέντρο του βασιλείου τους, ενώ επέτρεψαν σε αυτή να εκδίδει μία σειρά χαλκών νομισμάτων.

Η ευημερία και η περίοδος ακμής της Αμάστριδος διακόπηκε από την επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που επήλθε στην περιοχή της Βιθυνίας και του Πόντου μετά την ήττα του Μιθριδάτη Ευπάτωρα από το στρατό του Πομπήιου στο τέλος του Τρίτου Μιθριδατικού πολέμου. Όταν το 70 π.Χ η Ρώμη ανέλαβε τη διοίκηση της περιοχής η Άμαστρις ήταν ήδη αποδυναμωμένη και δεν θύμιζε σε τίποτε την λαμπρή πόλη της βασίλισσας Αμάστριδος.

Η αρχαία Άμαστρις σήμερα ονομάζεται Amasra και αποτελεί ένα μικρό τουριστικό λιμάνι του Ευξείνου Πόντου. Η ομορφιά του τοπίου σε συνδυασμό με τα λίγα αρχαιολογικά κατάλοιπα καθιστούν την πόλη γοητευτικό προορισμό για τους κατοίκους της Τουρκίας.

Η πόλη και τα αρχαιολογικά της κατάλοιπα τράβηξαν την προσοχή των αρχαιόφιλων και των περιηγητών ήδη από τον 17ο αιώνα. Ορισμένοι από τους ερευνητές που την επισκέφθηκαν και έγραψαν για την Άμαστρι είναι ο Evliya Çelebi, o J.Pitton de Tournefort, o Charles de Peysonnel, o Joseph Marie Jouannin, o Henry Cordier, ο W.Von Diest και ο Minas Bijişkyan. Τα κείμενα ωστόσο των παραπάνω περιηγητών, όπως είναι το σύνηθες, δεν παρέχουν σημαντικές πληροφορίες στην έρευνα. Πληρέστερα είναι τα κείμενα των W.F.Ainsworth, E.Bore και C.Texier. Από αυτούς πληροφορούμαστε πως η Άμαστρις διέθετε ναούς αφιερωμένους στον Σέβηρο και τον Ποσειδώνα, ακρόπολη, τείχος, πύλη, νεκροπόλεις και ένα κτήριο το οποίο ονομάζουν Bedesten.

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, πέραν των άλλων καταστροφών που υπέστη η πόλη, τα μνημεία της Αμάστριδος λιθολογήθηκαν συστηματικά από τους κάτοικους της. Ως εκ τούτου, τα όσα σήμερα σώζονται και είναι δυνατό να αντικρίσει ο επισκέπτης είναι λίγα, δίνουν ωστόσο μια εντύπωση της εικόνας που θα είχε η πόλη κατά τα χρόνια της ακμής της.

Οι περισσότεροι περιηγητές αναφέρονται στο μεγάλων διαστάσεων Bedesten (118,1μ. x 42,8 μ.), μια ρωμαϊκή βασιλική, η οποία χρησίμευε ως αγορά και σήμερα σώζεται τμηματικά. Από το λιμάνι έχει διατηρείται μικρό μόνον τμήμα ενός πύργου καθώς και τμήματα κυματοθραυστών κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα λαμπρότερα οικοδομήματα της Αμάστριδος, οι ναοί και το ανάκτορο, έχουν καταστραφεί εξολοκλήρου και μόνον ελάχιστα κατάλοιπα, τα οποία είναι αδύνατο να ταυτιστούν σώζονται στην ακρόπολη. Ακόμη και το τείχος που σήμερα είναι ορατό σε μεγάλο τμήμα του, ανήκει στην βυζαντινή περίοδο.

Η ιστορία της πριγκίπισσας Αμάστριδος καθώς και της πόλης που η ίδια έφτιαξε για να ζήσει είναι ιδιαιτέρως γοητευτική και μελαγχολική. Πρόκειται για μια πριγκίπισσα που γεννήθηκε και ανατράφηκε στα πλούτη, κρατήθηκε όμως ως δούλη στο στρατόπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και γνώρισε τη σκληρότητα του κόσμου των ανδρών. Η Άμαστρις είναι από εκείνα τα πρόσωπα της ιστορίας που η μοίρα τους ήταν να έχουν πάντοτε το ρόλο του δευτεραγωνιστή. Κατά τη νεότητά της ως ανιψιά του Δαρείου υποδεέστερη από τις κόρες του και στη συνέχεια ως γυναίκα αντρών που τελικά προτιμούσαν κάποια νεότερη και ισχυρότερη ελληνίδα. Παρ’ όλα αυτά η δευτεραγωνίστρια της ιστορίας κατάφερε μέσα στο πλαίσιο των προδιαγεγραμμένων από τη μοίρα δυνατοτήτων της, να μείνει στην ιστορία, καθώς στο τέλος της ζωής της μεγαλούργησε με την επιλογή της να αποσυρθεί ως βασίλισσα σε έναν τόπο μαγευτικής ομορφιάς, στον οποίο αυτή έδωσε τη μοίρα που του έμελλε να έχει.

Δημοσιεύτηκε στο 24ο τεύχος του περιοδικού Άμαστρις.