Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Περί τοπικών και εθνοτοπικών συλλόγων, με αφορμή τα 30χρονα του «Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και το Γαρς"»

Επειδή ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Θρυλορίου "Η Κερασούντα και το Γαρς"» (το αντικείμενο της μελέτης τού ανά χείρας πολύτιμου επετειακού φυλλαδίου) ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1980, κρίνω ότι πρέπει προλογικά να αναφερθώ στους πολιτιστικούς συλλόγους που ιδρύθηκαν στον τόπο μας από την μεγάλη ιστορική καμπή του 1974 και εξής.

Η μετά το 1974 περίοδος, και δη η πρώτη της φάση (1974-1989), είναι για την Ελλάδα μια μεταβατική περίοδος, απόρροια –κυρίως- της φοβερής (φοβερός είναι ο αυτός που προξενεί φόβο) και «σιωπηλής» επταετούς διακυβέρνησης της χώρας από την χούντα των Συνταγματαρχών, είναι ο «επίλογος της μεταπολεμικής Ελλάδας».

Η πληθώρα των νέων πολιτιστικών συλλόγων που ιδρύονται μετά το 1974 είναι έκφραση και αναπόφευκτη εξέλιξη μιας στερημένης από πολιτική επί 7 έτη κοινωνίας, είναι εκδήλωση ενός καθηλωμένου επί χρόνια κοινωνικού δυναμισμού. Ως πολιτική ρεβάνς, ενέχει - κατά την άποψή μου - βαθύτατα ιδεολογικά στοιχεία (χαρακτηριστικό μιας επαναστατικής περιόδου που διαρκεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος της πρώτης φάσης της Μεταπολίτευσης, συμβατικά το 1989).

Οι λεγόμενοι πολιτιστικοί σύλλογοι τής μετά το 1974 περιόδου είναι κατ’ ουσίαν δύο ειδών, οι λεγόμενοι τοπικοί (όπως ο του Θρυλορίου), που έχουν σημείο αναφοράς το χωριό στο οποίο εδρεύουν και δραστηριοποιούνται, και οι εθνικοτοπικοί, όπως τους αποκαλώ. Πρόκειται για τους συλλόγους που ιδρύουν εσωτερικοί μετανάστες από όλον τον ελλαδικό χώρο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η αιτιολογία της επιλογής του συγκεκριμένου όρου είναι απλή: οι σύλλογοι αυτοί ήταν (και είναι) εκφραστές του τοπικού μέσα στο ευρύτερο εθνικό πλαίσιο, ήταν και είναι σύλλογοι (και σύνδεσμοι) εσωτερικών μεταναστών από κάποια μικρή ή μεγαλύτερη κοινότητα ή από μια ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια σε μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μας.

Οι σύλλογοι αυτοί (για να δούμε εν ολίγοις την προϊστορία τους) άρχισαν να ιδρύονται στην Αθήνα περί τα τέλη του 19. αι., όμως ο μεγαλύτερος αριθμός τους βλέπει το φως της ζωής μετά το 1945 και ο μέγιστος μετά το 1974 όπως προείπα. Οι μετά το 1945 συσσωματώσεις είχαν σαφή πολιτικό χαρακτήρα. Εξέφραζαν δηλαδή, όπως ορθά γράφει ο Μ. Μερακλής για κάποιες ελληνικές περιπτώσεις, την κοινωνική διάσταση του πατριωτικού απελευθερωτικού κινήματος της υπαίθρου• ιδρύθηκαν από πολιτική αναγκαιότητα, για να αποτελέσουν τα κέντρα έλξης των διωκόμενων «αριστερών». Στους μετά το 1974 συλλόγους αναφέρομαι στα επόμενα.

Για τους εθνικοτοπικούς συλλόγους το χωριό είναι ο βιωμένος τόπος, το σημείο αναφοράς της ύπαρξής τους, γι’ αυτό προσπάθησαν να μεταφέρουν παντοιοτρόπως την γενέθλια κοινότητα στο νέο τους χώρο, να αποκαταστήσουν έτσι την επαφή με το πολιτισμικό της παρελθόν, με την πρώην συλλογικότητα, με την «κοινή καταγωγή». Οι ξενιτεμένοι δια των συλλόγων τους ανασυγκροτούν την πολιτισμική τους ταυτότητα στην πόλη, η πολιτισμική τους ταυτότητα επιβιώνει συμβολικά στο νέο χώρο εγκατάστασης. Εργάζονται περισσότερο για το καλό του χωριού τους και λιγότερο για τους κατοίκους της πόλης, καίτοι στα καταστατικά τους ως πρώτος και κύριος στόχος τίθεται η μεταξύ των αποδήμων συνεργασία, η σύμπνοια, η αλληλοβοήθεια και η αλληλοϋποστήριξη.

Οι σύλλογοι γίνονται επιπλέον πολιτικοί φορείς, αφού αναλαμβάνουν να προτείνουν λύσεις για τα χρόνια προβλήματα της γενέτειρας, αποτελούν το αντιστάθμισμα στην πολιτική ανυπαρξία του κράτους, διαμεσολαβούν ανάμεσα στην κεντρική διοίκηση και το χωριό, ασκούν πιέσεις στην εκάστοτε κυβέρνηση με διαβήματα και επιστολές, προσπαθούν να αφυπνίσουν συνειδήσεις, να συντονίσουν τις ενέργειες, στο πλαίσιο πάντοτε του μικροτοπικού, της εξυπηρέτησης των μικροτοπικών συμφερόντων. Κρίνω επιτυχή την εκπεφρασμένη άποψη ότι το πλήθος των εθνικοτοπικών συλλόγων στον αστικό ελλαδικό χώρο εκφράζει κατ’ ουσίαν τη δύναμη του τοπικισμού, με την πιο «στενή» και επικίνδυνη σημασία του.

Αλλά ο σύλλογος επιτελεί μια αμφίδρομη λειτουργία και έχει τουλάχιστον τετραπλή στόχευση:
(α) αλληλοβοήθεια για την αναγκαία προσαρμογή των αποδήμων εσωτερικών μεταναστών στο αστικό περιβάλλον, όπως, π.χ., παροχή βοήθειας για ανεύρεση κατοικίας ή εργασίας, ιατρική περίθαλψη, κ.ά. Μπορώ με βεβαιότητα να διατυπώσω την άποψη (απόρροια ανέκδοτης εργασίας μου) ότι εκ των πραγμάτων (με την προϊούσα εξέλιξη) τέτοιες δραστηριότητες είχαν περιέλθει σε δεύτερη μοίρα εν συγκρίσει με τα όσα αμέσως παρακάτω ακολουθούν,
(β) ανασυγκρότηση της γενέθλιας κοινότητας (του βιωμένου χώρου) στην ετερόκλητη πολιτισμικά πόλη,
(γ) ενδιαφέρον για την πολύπλευρη επικοινωνία με τη γενέτειρα,
(δ) ειδικότερα, παροχή κάθε υλικής βοήθειας στον τόπο καταγωγής, με τη χρηματοδότηση κοινωφελών έργων (πλατειών, δρόμων, ανακαινίσεως ή ιδρύσεως νέων σχολείων, κ.λπ.), με ποικίλες καλλιτεχνικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών. Η ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας των ξενιτεμένων στο νέο χώρο εγκατάστασης ξεκινά από τη διατήρηση της επαφής με το χωριό και το πολιτισμικό του παρελθόν. Γι’ αυτό ο σύλλογος είτε μεταβαίνει προς τον «χώρο αναφοράς» (εκδρομές στο χωριό κατά τις ημέρες γιορτών) για μια βιωματική επικοινωνία μαζί του, είτε μέσω συμβολικών αναπαραστάσεων του «συμβολικού κεφαλαίου» που διαθέτει η κοινότητα. Οι εκδρομές–προσκυνήματα, οι εκδρομές ταξίδια προς τον «ιερό τόπο» της καταγωγής, περιέχουν λαμπρές μορφές διαβατήριων τελετουργιών, αφού αποχωρίζονται για λίγο το χώρο της πόλης, εστία γι’ αυτούς μιαρότητας, και αναβαπτίζονται στα νάματα της γενέθλιας γης.

Όσον για τον όρο εκπολιτιστικοί – μορφωτικοί νομίζω ότι είναι αυθαίρετος, αφού δηλώνει σαφέστατα εκ-πολιτισμό (εκπολιτίζω –από το γαλλικό civiliser- σημαίνει μεταδίδω τον πολιτισμό, καθιστώ κάποιον πολιτισμένο), δηλαδή δηλώνει παρέμβαση στον υφιστάμενο λαϊκό πολιτισμό. Ο όρος σημαίνει ότι η «μητέρα κοινότητα», κάθε ελληνική κοινότητα της υπαίθρου που διέθετε συλλόγους αποδήμων στα αστικά κέντρα, η μήτρα και η δημιουργός του λαμπρού «παραδοσιακού πολιτισμού» χρειαζόταν πολιτιστική παρέμβαση «εκ του αστικού χώρου». (Τέτοιο ρόλο, εκπολιτιστικό, καθαρά μορφωτικό, είχαν οι Αδελφότητες καθ’ όλη την Οθωμανοκρατία και τις πρώτες δεκαετίας του 20. αι., όταν η ελληνική ύπαιθρος όντως είχε αδήριτη ανάγκη από σχολική εκπαίδευση και μόρφωση). Ποιον πολιτισμό μεταδίδουν (αν μεταδίδουν) οι «Αθηναίοι» μετανάστες π.χ. οι πατριώτες μου Ναξιώτες στη γενέτειρα; Η παρέμβαση της πόλης στο χωριό (μετά το 1974) έγινε σε πολλές περιπτώσεις με αλόγιστες παρεμβάσεις «ειδικών» στα πολιτιστικά ζητήματα, ή με μεταφορά εθίμων και συμπεριφορών άσχετων προς αυτά της ντόπιας λαϊκής παράδοσης, κ.λπ. Η εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση από τον υπογραφόμενο όλων των τεκταινομένων στο θέμα αυτό τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση αυτή ήταν ελάχιστη και «αναποτελεσματική». Άρα, θα αποδεχθούμε τον όρο πολιτιστικοί σύλλογοι μόνον με την έννοια ότι αυτοί (σε στενή συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση) προσπαθούν να διατηρήσουν τη λαϊκή παράδοση, να την εμπλουτίσουν δημιουργικά, να την προστατέψουν (κατά το δυνατόν) από τις επιδράσεις του ξενόφερτου τρόπου ζωής, να την ανανεώσουν δημιουργικά και υπεύθυνα με νέες μορφές, κ.ά.

Οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι ενεπλάκησαν (άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο) στη δίνη των κομματικών αντιπαραθέσεων μετά το 1974 και μάλιστα μετά το 1981. Η πορεία των εσωτερικών και των εξωτερικών υποθέσεων του ελληνικού κράτους αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, η «μη αποχουντοποίηση», όπως την εννοούσαν οι αντίπαλοι του τότε κυβερνητικού σχηματισμού, η σταδιακή συσσώρευση νέων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, ο σκληρός αντιπολιτευτικός λόγος του Πα.Σο.Κ., το «αντιαμερικανικό πνεύμα» της εποχής, το «αριστερόστροφο» φοιτητικό κίνημα, κ.λπ. τόνωσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ήδη από την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης. Θεωρώ την περίοδο από το 1981 κ.ε. ως τη ρεβάνς της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης», γι’ αυτό εξ άλλου και η αναμενόμενη αντίδραση τής (ηττημένης) «Δεξιάς». Επιπλέον οι σύλλογοι: αναπαρήγαν τις δημιουργημένες πολώσεις, έγιναν η σμικρογραφία του έντονου κομματικού λόγου της περιόδου, η επίλυση των τοπικών προβλημάτων «χρωματίστηκε κομματικά». Άρα, ό,τι σχετίστηκε μ’ αυτούς αντιμετωπίστηκε ποικιλοτρόπως από την κοινωνία της καταγωγής: από την απλή καχυποψία μέχρι την πλήρη άρνησή τους, γεγονός που σταδιακά (με την συναρωγή και άλλων κοινωνικών αιτίων) τους οδήγησε στην απαξίωση και την ανυποληψία πλέον, στις αρχές του 21. αι. Ο ιστορικός τους κύκλος φαίνεται πως έκλεισε οριστικά. Η ύπαρξη και η δράση των υφισταμένων σήμερα αυτών συσσωματώσεων θα πρέπει να αποδοθεί μόνον στην ανάληψη των ευθυνών της τύχης τους από ανθρώπους που γνώρισαν τη σημασία των κοινωνικών αγώνων, ανθρώπων εθελοντών και αθεράπευτα ρομαντικών…

Ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Θρυλορίου "Η Κερασούντα και το Γαρς"» είναι τοπικός όπως προείπα. Ιδρύθηκε αρχικά το έτος 1983 υπό την ονομασία «Μορφωτικός Σύλλογος Αγροτικής Νεολαίας Θρυλορίου» από μια ομάδα νέων, με μια «παρεΐστικη» διάθεση κάποιων νέων ανθρώπων. Εμέλλετο να γίνει ένας από τους πιο δραστήριους πολιτιστικούς συλλόγους που έχω γνωρίσει εκ του σύνεγγυς. Μελετώ τον τελευταίο καιρό τα Πρακτικά των συνεδριάσεων των Δ.Σ. του, ως την πιο κατάλληλη λαογραφική πηγή για τη μελέτη των δράσεών του, των στοχεύσεών του, των προγραμματικών του αρχών. Ο χαρακτηρισμός που μόλις του απέδωσα (=δραστήριος) εδράζεται σ’ αυτήν την ταυτότητα (σύμπτωση) προεξαγγελιών και έμπρακτων επιβεβαιώσεών τους. Αλλιώς: τα μέλη τών κατά καιρούς συμβουλίων του πραγματώνουν όσα υπεσχέθηκαν και διατύπωσαν στο καταστατικό του οι ιδρυτές του. Πρώτιστο στόχο του έθεσε ο σύλλογος την διατήρηση της ποντιακής ταυτότητας των κατοίκων του χωριού, την ενίσχυση ή την κατασκευή ιστορικής μνήμης. Μνήμη και ταυτότητα είναι έννοιες αλληλοεξαρτώμενες και υπάλληλες. Η μνήμη είναι μια διαρκής ανασύνθεση του παρελθόντος, επιλεκτική τονίζω.

Διαβάζω από το Καταστατικό. Σκοπός του Συλλόγου είναι η «πνευματική, ηθική και καλλιτεχνική καλλιέργεια των μελών του και γενικά η μορφωτική και πολιτιστική ανύψωση στο Νομό Ροδόπης. Η διατήρηση της πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς, η αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου και η επιμόρφωση των Ποντίων που κατάγονται από το Θρυλόριο και διαμένουν στην ευρύτερη περιοχή. Η καλλιέργεια ιστορικής μνήμης στα μέλη του, με την ταυτόχρονη μελέτη και διάδοση της ιστορίας του ποντιακού Ελληνισμού».

Όλες οι στοχευμένες του δράσεις κινούνται περί αυτόν τον άξονα, της συλλογικής / τοπικής και της ποντιακής ταυτότητας, με συγκεκριμένες δράσεις επιμερισμένες σε Τμήματα (χορού, μουσικής ομάδας, Νεολαίας, Μωμογέρων, εφημερίδας, βεστιαρίου, βιβλιοθήκης, παραδοσιακής ποντιακής κουζίνας κ.ά.) με υπεύθυνους κατά Τμήμα: αναβιώσεις ξεχασμένων εθίμων, διατήρηση και καλλιέργεια της μουσικής παράδοσης του χωριού, διδασκαλία χορών, προγράμματα για την ποντιακή διάλεκτο, διοργάνωση τελετών ιστορικής μνήμης του θρυλοριώτικου αλλά και ευρύτερα του ποντιακού ελληνισμού (π.χ. για τη Γενοκτονία), «εξαγωγή ποντιακής ταυτότητας» στον ελλαδικό και τον διεθνή χώρο, διάφορες εκθέσεις, βραδιές νέων, παρουσίαση της ποντιακής κουζίνας, εκθέσεις, Ποντιακές θεατρικές παραστάσεις. Θα λέγαμε εν ολίγοις ότι τα μέλη των Δ.Σ. του στοχεύουν στο να τονώσουν όλα τα διακριτά στοιχεία της ποντιακής ταυτότητας.

Κορύφωση των δράσεών του θεωρώ τις ετήσιες «Γιορτές Θέρους της Αγίας Μαρίνας». Τα πανηγύρια (λέμε οι λαογράφοι) λειτουργούν συσπειρωτικά για την ομάδα που τα διοργανώνει, σε επίπεδο ατομικό, ομαδικό, εθνικό, υπενθυμίζουν το παρελθόν με όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Ενισχύεται δι’ αυτών η συνεκτικότητα της ομάδας, η συλλογικότητα, άρα σχετίζεται με την ιστορική καταγωγή της κοινότητας, το συμβολικό της σύστημα, ανανεώνει την τοπική της ταυτότητα, το πολιτισμικό της σύστημα εν γένει. Αφήνω τις πολλαπλές άλλες λειτουργίες του για τις οποίες έχει γράψει τόσο πολλά η σύγχρονα λαογραφική έρευνα (οι έντονες επικοινωνιακές του διαστάσεις, η οικονομική, κ.ά.). Η θρυλοριώτικη κοινωνία βρίσκει επιπλέον τρόπο να αυτοπαρουσιάζεται, να «μιλά για τον εαυτόν της», επιδεικνύει εαυτήν σε εκατοντάδες Πόντιους και Ελλαδίτες που τοι επίσκέπτονται. Με κάθε πανηγύρι έρχεται στο προσκήνιο ο τόπος, η τοπική του ταυτότητα, μέσα από κύματα συμβόλων που χρησιμοποιεί και πάντα μέσα σε εορταστικό, φαντασμαγορικό ενίοτε περιβάλλον. Ο εορταστικός τόνος του πανηγυριού διαμορφώνει τους όρους της επικοινωνίας και ορίζει το επικοινωνιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο οργανώνεται αυτό. Όλα τελικά συμβάλλουν στην τόνωση του ποντιακού εγώ της κοινότητας.

Αλλά πίσω από όλα αυτά βρίσκονται άνθρωποι. Συγκεκριμένοι, εθελοντές, ταγμένοι να υπηρετήσουν κάποιους ανώτερους σκοπούς, σε δύσκολους καιρούς. Αν πρώτος εθελοντής ήταν (κατά την ελληνική μυθολογία) ο Προμηθέας (ο τιτάνας που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την χάρισε στους ανθρώπους, τους χάρισε δηλαδή τη ΓΝΩΣΗ και τις τέχνες, με τα γνωστά για κείνον αποτελέσματα), η ουσία της πράξης του κατ’ εμέ έγκειται στο ότι η πηγή της γνώσης (αυτής της δύναμης που κατείχαν οι ισχυροί και άλλαξε τον κόσμο όταν πέρασε στους αδύναμους) οφείλεται στον εθελοντισμό. Το πνεύμα και η γνώση έχουν τελικά μια προμηθεϊκή σχέση με την εθελούσια και την ανιδιοτελή προσφορά. Ας το έχουν υπ’ όψιν τους, προς αυτοέπαινό τους, όλοι όσοι υπηρέτησαν αυτόν τον Σύλλογο.

Μανόλης Γ. Σέργης
Αναπλ. Καθηγητής Λαογραφίας στο Δ.Π. Θράκης