Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Μπορεί να εξισωθεί ο κομμουνισμός με το ναζισμό; Ποια είναι η ελληνική εμπειρία;

Μπορεί να εξισωθεί ο κομμουνισμός με το ναζισμό; Ποιά είναι η ελληνική εμπειρία;
Μπορεί να εξισωθεί ο κομμουνισμός με το ναζισμό; Ποιά είναι η ελληνική εμπειρία;

τoυ Βλάση Αγτζίδη (*)

Η μετασοβιετική Ανατολική Ευρώπη διέρχεται μια περίοδο ιδεολογικής παράκρουσης σε σχέση με την παλιά κοινή ένταξη στο σοβιετικό μπλοκ. Στην αιχμή αυτής της ολοκληρωτικής αποδόμησης βρίσκονται οι Βαλτικές χώρες, η Κροατία, η Πολωνία κ.ά. Οι νέες ελίτ που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και οι παλιοί εμιγκρέδες που ένα μέρος τους προερχόταν από τις φιλοναζιστικές δυνάμεις που αναγκάστηκαν να διαφύγουν μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθούν να διαμορφώσουν νέα πρότυπα και να γράψουν την ιστορία με τον ιδιαίτερο δικό τους τρόπο...

Σ' αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία που είχαν την περίοδο του σταλινισμού γενικεύεται και μετατρέπεται σε μια αντικομμουνιστική υστερία και αυτό ακριβώς είναι η στόχευση του ιδεολογικοποιημένου συνεδρίου που θα λάβει χώρα στην Εσθονία και έχει ως τίτλο: «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα».

Θα μπορούσε όμως να ταυτιστεί ο κομμουνισμός με το ναζισμό;

Κατ' αρχάς θα έπρεπε να διευκρινιστεί το τι σημαίνει κομμουνισμός. Στα ελληνικά ο όρος μεταφράζεται ως "κοινωκτημονισμός", ενώ ως κοινωνισμός μπορεί να μεταφραστεί ο όρος σοσιαλισμός(socialisme). Σημαίνει δηλαδή  μια αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση που βασίζεται στην ισότητα και στην άρνηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ως ιδεολογικό ρεύμα προέρχεται από την πανάρχαια τάση του ανθρώπου για ισότητα. Από την απαρχή της εμφάνισης του ανθρώπου και ειδικότερα από τη στιγμή που εμφανίζεται η κοινωνική διάκριση, η υποταγή του ανθρώπου σε άλλον άνθρωπο, η σκλαβιά και η εκμετάλλευση, εμφανίζεται αυτόματα και η ανάγκη για εξάλειψη των αρνητικών φαινομένων. Η ανάγκη αυτή θα πάρει κατά καιρούς πολλές μορφές, από φιλοσοφικά εξισωτικά και θρησκευτικά σωτηριολογικά κινήματα έως βίαιες εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Αυτή ακριβώς η πανάρχαια αντίδραση του ανθρώπου στην καταπίεση και την εκμετάλλευση είναι η απαρχή του φαινομένου που στην εποχή της νεωτερικότητας θα πάρει την ονομασία «Αριστερά».

Κομμουνιστικές, δηλαδή κοινωνικοκτημονικές υπήρξαν οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες και πάνω σ' αυτή την αντίληψη από πλευράς οργάνωσης και σχέσεων παραγωγής, λειτουργούν σήμερα τα πάμπολλα χριστιανικά μοναστήρια. Ο αγώνας του χριστιανικού κινήματος για ισότητα και εξάλειψη της καταπίεσης ήταν τόσο έντονος που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια τέτοιου τύπου ρήσεις: "Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Λκ 12,51-53. 14,26-27).

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, υπό τον όρο «Αριστερά» περιγράφηκαν διάφορα κινήματα, όπως ο Ρεπουμπλικανισμός, ο Σοσιαλισμός και η Σοσιαλδημοκρατία, ο Κομμουνισμός και ο Αναρχισμός. Η επικρατέστερη αυτών, υπήρξε μια καλά επεξεργασμένη θεωρία από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρειδερίκο Ένγκελς και έλαβε το όνομα «μαρξισμός». Η αντίληψη του Μαρξ βασιζόταν στην πλήρη δημοκρατία και ααποδεχόταν ουσιαστικά όλες τις δημοκρατικές κατακτήσεις που είχε πετύχει η ανθρωπότητα έως εκείνη τη στιγμή. Με την εμφάνιση του Λένιν ο μαρξισμός θα αμφισβητηθεί και θα αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά που πρότασσαν και μετέτρεπαν σε Ιερό Δισκοπότηρο το Κόμμα. Σκληρή κριτική στη λενινιστική αντίληψη θα κάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ θεωρώντας ότι ο Λενινισμός αντίκειται στο Μαρξισμό...

Όπως και νάχουν τα πράγματα, το ιδεολογικό αυτό ρεύμα προέρχεται από την πανάρχαια επιθυμία του ανθρώπου για ισότητα και ελευθερία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάποιες ακραίες εκδοχές του -όπως ο σταλινισμός- κατέληξαν στην πιο μεγάλη καταπίεση. Ο σταλινισμός, εκτός από την πλήρη καταστροφή του εξισωτικού κομμουνιστικού ονείρου (ή ουτοπίας) για μια δίκαιη δημοκρατική κοινωνία, δημιούργησε τις συνθήκες της διάλυσης της κοινωνικής δομής με την καταστροφή της αγροτικής τάξης (με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση).Έθεσε παράλληλα τους λαούς της ΕΣΣΔ στο έλεος των οιονδήποτε ανεξέλεγκτων αποφάσεων του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ. Όλη η παλιά φρουρά των μπολσεβίκων θα κατηγορηθεί με ανυπόστατα στοιχεία και θα εκτελεστεί. Αποτελεί τραγική εθιρωνία το γεγονός ότι οι κομμουνιστές που εκτελέστηκαν από τον Στάλιν ήταν πολλοί περισσότεροι από αυτούς που εκτελέστηκαν από τον Χίτλερ.

Παράλληλα ο σταλινισμός είναι ο βασικός υπεύθυνος της πολιτιστικής γενοκτονίας που υπέστη ο σοβιετικός ελληνισμός, μαζί με άλλες μικρές εθνικές οντότητες, των εκτελέσεων της φυσικών του ηγετών και την υποχρεωτική μαζική μετεγκατάσταση στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Η αντιλαϊκή και τρομοκρατική συμπεριφορά των σταλινικών, κατάστρεψε έναν μεγαλειώδη σοβιετικό ελληνικό πολιτισμό που άνθισε το Μεσοπόλεμο και μαζί μ’ αυτόν και την τελευταία ελπίδα των Ποντίων που παρέμειναν στη Μαύρη Θάλασσα να συγκροτηθούν και να αναπτυχθούν μαζί με τους σύνοικους λαούς σε μια αυτόνομη ελληνική συνιστώσα.

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ο ναζισμός προέρχεται ακριβώς από την αντίθετη παράδοση. Αυτήν της διάκρισης των ανθρώπων, της καταπίεσης του ενός από τον άλλων της απόλυτης εκμετάλλευσης της αντίληψης ότι μια ομάδα "εκλεκτών" μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στους πολλούς. Προέρχεται δηλαδή από τον πιο ακραίο και απάνθρωπο ρατσισμό.

Γι αυτό η σύγκριση του κομμουνισμού με τον ναζισμό είναι το λιγότερο άτοπη.

Όμως, θα μπορούσε να συζητηθεί και να γίνει δεχτεί μια ερμηνευτική προσέγγιση που θα σύγκρινε τον ναζισμό με το σταλινισμό στη βάση των φρικαλεοτήτων των δύο ολοκληρωτικών συστημάτων. Αλλά και γι αυτό ακόμα, επιφανείς μελέτες του σταλινικού ολοκληρωτισμού έχουν καταθέσει την αντίθεσή τους, όπως ο Ισαάκ Ντόιτσερ που έγραψε:  «….ο Στάλιν δεν μπορεί να μπει στην ίδια μοίρα με τον Χίτλερ, ανάμεσα στους τυράννους που τα έργα τους είναι χωρίς αξία και περιεχόμενο: μάταια. Ο Χίτλερ ήταν ο ηγέτης μιας στείρας αντεπανάστασης, ενώ ο Στάλιν υπήρξε και ο ηγέτης κι ο εκμεταλλευτής μιας τραγικής αυτο-αντιφάσκουσας, αλλά δημιουργικής επανάστασης…»

Η ελληνική εμπειρία

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η ελληνική εμπειρία για το φαινόμενο αυτό και ειδικά η εμπειρία του ποντιακού ελληνισμού που έζησε στο κέντρο του σοβιετικού πειράματος.

Στην ΕΣΣΔ είχαν παραμείνει δεκάδες χιλιάδες Ελληνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την πλήρη επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Από νωρίς είχε διαμορφωθεί μια νέα ελληνική μπολσεβικική ηγεσία, η οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να αναπτύξει πολιτισμικά και πολιτικά τις ελληνικές κοινότητες.Διαμορφώθηκε έτσι ένας σημαντικός και πολυάνθρωπος σοβιετικός ελληνισμός, πλήρως αυτονομημένος από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της «μητέρας-πατρίδας». Ο ελληνισμός αυτός συγκροτήθηκε σε ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την «αστική Ελλάδα», συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον, υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού. Τη σοβιετική κυριαρχία επί των πολυάνθρωπων ελληνικών κοινοτήτων εξασφάλιζαν οι ελληνικές κομματικές οργανώσεις, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο ασκούσαν την εξουσία και υλοποιούσαν και τις πιο τολμηρές πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις.

Μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις της ελληνικής παρουσίας κατά την πρώτη σοβιετική περίοδο ήταν η δημιουργία Αυτόνομων Περιοχών, στις περιοχές που υπήρχε πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Το σύστημα διοικητικής διαίρεσης της Σοβιετικής Ένωσης ευνοούσε την ανάδειξη αυτόνομων ελληνικών περιοχών.

Ως το 1938 είχαν δημιουργηθεί τέσσερις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στην ΕΣΣΔ, με τάση επέκτασης σε όλες τις περιοχές όπου κατοικούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός.Αρχικά, στις αρχές του 1928, δημιουργήθηκαν τρεις Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές στη νότια Ουκρανία, στο Ντονιέτσκ και στη Μαριούπολη. Η απόφαση πάρθηκε από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Όμως η σημαντικότερη και καλύτερα μελετημένη δημιουργήθηκε στην αριστερή όχθη του ποταμού Κουμπάν, στη νότια Ρωσία, στις 27 Φεβρουαρίου 1930, με διαταγή της Εκτελεστικής Επιτροπής Περιοχής του Κόμματος (Krai Is Polkom). Η ονομασία ήταν «Ελληνική Περιοχή» (Gretseski Rayion), είχε ως κέντρο την ελληνική κωμόπολη Κριμσκ και περιελάμβανε τριάντα δύο οικισμούς. Στην περιοχή επικρατούσε η ελληνική γλώσσα, ενώ οι επιγραφές των δρόμων, των δημοσίων καταστημάτων, των σχολείων, των αστυνομικών τμημάτων ήταν στα ελληνικά.Η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Ελληνες, οι οποίοι υπολογίζονταν σε 60.000. Η ίδρυση της Ελληνικής Περιοχής λειτούργησε ως μαγνήτης για τους Ελληνες οι οποίοι συνέρρεαν σε αυτήν. Εκεί θα εγκατασταθούν αρκετά από τα μέλη του ΚΚΕ που είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ για να σωθούν από τις αντικομμουνιστικές διώξεις που είχαν αρχίσει στην Ελλάδα.Το σύνολο της κομματικής ηγεσίας της Ελληνικής Περιοχής (Πόντιοι και ελλαδικοί) θα συλληφθεί με τις σταλινικές διώξεις του 1937-38. Τα περισσότερα στελέχη θα καταδικαστούν με συνοπτικές διαδικασίες και θα εκτελεστούν.

Ο σταλινισμός έβαλε την ταφόπλακα σ' αυτό το εκπληκτικό ελληνικό πείραμα.

Θεωρείται ότι περισσότεροι από  20.000 Έλληνες θα χάσουν τη ζωή τους κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων του 1937-38. Η ελληνική κομμουνιστικη ηγεσία των Ποντίων και των Μαριουπολιτών θα κατηγορηθεί ότι εργαζόταν για τη διάλυση της ΕΣΣΔ προς όφελος των Βρετανών, των Γερμανών και των  Ιαπώνων (sic). Η πλειονότητά τους -και μαζί μ' αυτούς και τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ΅που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ- θα εκτελεστεί. Χιλιάδες άλλοι θα χάσουν τη ζωή τους στα γκουλάγκ της Σιβηρίας. Οι διώξεις θα ολοκληρωθούν τη δεκαετία του '40 με  τη μαζική και βίαιη εκτόπιση δεκάδων χιλιάδων γυναικόπαιδων στις στέπες της Κεντρικής Ασίας.

Ακριβώς γι αυτό, το Δ’ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (1997) αποφάσισε: «Την ανακήρυξη της 13ης Ιουνίου ως Ημέρας Μνήμης για τα θύματα των σταλινικών διώξεων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εφόσον την ημέρα αυτή, το 1949, πραγματοποιήθηκε η βίαιη εκτόπιση των ποντιακών πληθυσμών από τον Καύκασο στην Κεντρική Ασία.»

Οι δηλώσεις Κοντωνή

Με βάση την πραγματική ιστορία οι πρόσφατες δηλώσεις Κοντονή βρίσκονται κοντύτερα στην ιστορική αλήθεια από την πολιτική χρήση μιας τραγικής ιστορίας για μικροκομματικούς λόγους  της ελλαδικής  πολιτικής ζωής. Η πλήρης δήλωση είναι η εξής: «Η πρωτοβουλία σας να διοργανώσετε στο πλαίσιο της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα» μας προκάλεσε εύλογα ερωτηματικά. Ειδικά σε μία περίοδο, που οι θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αμφισβητούνται ανοιχτά από την άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων και των νεοναζιστικών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη, η προαναφερθείσα πρωτοβουλία είναι πολύ ατυχής.

Η Ιστορία δεν μπορεί να παραχαραχθεί παρόλο που μπορεί να γράφεται κυρίως από τους νικητές ή να αξιολογείται διαφορετικά από την οπτική των κρατών. Παρ'όλα αυτά, τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, κατέγραψαν τον στρατό της ΕΣΔΔ ως τον απελευθερωτή της Ευρώπης και των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και ως λυτρωτή από την φρίκη του Ολοκαυτώματος.

Στη σκέψη και στη συνείδησή μας, το ναζιστικό καθεστώς, δηλαδή εκείνο το  πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει τον ρατσισμό, το μίσος τη μισαλλοδοξία και τη μαζική δολοφονία ως τον πυρήνα της ιδεολογίας του δεν θα υπήρχε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τον κομμουνισμό, με την πολιτική ιδεολογία που αυτός αντιπροσωπεύει, ή να συγκριθεί με οτιδήποτε άλλο, απλούστατα διότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιμετωπίσει τίποτε παρόμοιο με τον ναζισμό και ελπίζουμε πως δε θα το κάνει στο μέλλον.

Η φρίκη που γνωρίσαμε μέσω του Ναζισμού είχε μία και μόνη εκδοχή, αυτή που περιγράψαμε παραπάνω. Ο κομμουνισμός, αντίθετα, γέννησε δεκάδες ιδεολογικά ρεύματα, ένα εκ των οποίων υπήρξε ο ευρωκομμουνισμός, ο οποίος γεννήθηκε μέσα σε κομμουνιστικό καθεστώς, την περίοδο της Άνοιξης της Πράγας με στόχο να παντρέψει τον σοσιαλισμό με την Δημοκρατία και την ελευθερία. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα μπόλιασε έκτοτε την πολιτική σκέψη όλης της Δυτικής Ευρώπης, έθεσε ζητήματα αναζήτησης, αποτέλεσε ένα μεγάλο εργαστήρι θεωρητικών επεξεργασιών, διαμορφώνοντας μια κουλτούρα διαλόγου, που το κατέστησαν έναν οργανισμό ζωντανό.

Θεωρούμε πως η πρωτοβουλία διοργάνωσης ενός συνεδρίου με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τίτλο, στέλνει ένα λανθασμένο και επικίνδυνο πολιτικό μήνυμα, το οποίο είναι προϊόν των Συμφωνιών που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναβιώνει το ψυχροπολεμικό κλίμα που τόσα δεινά έφερε στην Ευρώπη, αντίκειται στις αξίες της ΕΕ και σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει την οπτική της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού, η οποία είναι πως ο ναζισμός και ο κομμουνισμός δε θα μπορούσαν ποτέ να υπάρχουν ως τα δύο μέρη της ίδιας εξίσωσης.

Έχει γίνει σαφές ότι η Γενική Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο εν θέματι Συνέδριο».

Ουσιαστικά ο Κοντωνής αρνείται να αποδεχτεί το πλαίσιο και τις σκοπιμότητες που ορίζουν αυθαιρέτως και ιδεοληπτικώς οι διοργανωτές του συνεδρίου, το οποίο απέχει πολύ να χαρακτηριστεί “αντικειμενικό”.

Είναι σημαντικό ότι ο Κοντωνής κατανοεί ότι η Εσθονία με το συγκεκριμένο τρόπο κάνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι κάνει το ΚΚΕ σε ελλαδικό. Δηλαδή προσπαθεί να ανακατασκευάσει την ιστορία γιατί έτσι συμφέρει στις νέες ελίτ. Ενώ το ΚΚΕ προσπαθεί μετά το 18ο Συνέδριο να αγιοποιήσει  τον Στάλιν, η Εσθονία προσπαθεί να δαιμονοποιήσει τον κομμουνισμό. Ενώ η μορφή των δύο εγχειρημάτων είναι διαφορετική εν τούτοις η δομή είναι παράομοια.

Η ελληνική παραδοσιακή στάση

Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από αυτούς που πρόσφατα θυμήθηκαν την τραγική ιστορία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ του Μεσοπολέμου, τους χαρακτήριζαν ως "ελληνοποιημένους", όταν τα δραματικά γεγονότα της σοβιετικής κατάρρευσης του έφεραν στην Ελλάδα. Και καλό θα είναι να γνωρίζουμε ότι οι ευθύνες του κατεστημένου για την αντιμετώπιση των Ελλήνων προσφύγων από τη Ρωσία και την ΕΣΣΔ ήταν από προβληματική έως εγκληματική.

Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση από τις ελλαδικές αρχές Των θυμάτων του σταλινισμού που επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα ή των γυναικοπαίδων (25.000 άτομα περίπου)  που απέλασαν οι Σοβιετικοί το 1939. Ήδη από το 1928 η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την ομαδική κάθοδο των Ποντίων προσφύγων που είχαν εγκλωβιστεί στην ΕΣΣΔ, παρότι εντάσσονταν στη Συνθήκη Ανταλλαγής των Πληθυσμών που είχε υπογραφεί στη Λωζάννη. Το πρόσχημα τότε ήταν η αδυναμία της Ελλάδας να υποδεχτεί νέους πρόσφυγες και η υπόθεση ότι οι πρόσφυγες αυτοί εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες. Ο Μεταξάς συνέχισε την προηγούμενη πολιτική με την οποία απαγορευόταν να εκδίδονται για τους πρόσφυγες άδειες καθόδου (βίζες) στην Ελλάδα από την ελληνική πρεσβεία της Μόσχας- πλην ελάχιστων περιπτώσεων. Η συμπεριφορά αυτή επί της ουσίας συνιστούσε παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης για τους πρόσφυγες. Η πολιτική αυτή των πάσης μορφής Eλλαδιτών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου και του Μεταξά, εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε μεγάλο αριθμό θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938, παρότι από τις αρχές του ’38 -ενώ είχαν ξεκινήσει οι μαζικές διώξεις-  λόγω των πιέσεων των προσφυγικών οργανώσεων στην  Ελλάδα είχαν αρχίσει να χορηγούνται άδειες εξόδου σ’ αυτούς που επιθυμούσαν να διαφύγουν.

Η μεταξική κυβέρνηση, που επί των ημερών της άρχισαν οι μεγάλες διώξεις κατά Ελλήνων υπηκόων που διαβιούσαν στην ΕΣΣΔ, δεν προέβη σε τέτοια διαβήματα διαμαρτυρίας που απαιτούσαν τα τραγικά γεγονότα, ούτε χρησιμοποίησε τις σταλινικές διώξεις ως αντικομμουνιστικό επιχείρημα στη σκληρή καταστολή που ασκούσε κατά των κομμουνιστών της Ελλάδας. Ουσιαστικά αποδέχτηκε και συγκάλυψε τις σταλινικές διώξεις.

Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά προς τους πρόσφυγες του 1938-39. Δηλαδή προς τα 25.000 γυναικόπαιδα κυρίως, που απέλασαν στην Ελλάδα οι σταλινικές αρχές. Αναγκαστικά η μεταξική δικτατορία αποδέχτηκε τους απελαθέντες. Όπως θυμούνται οι πρόσφυγες αυτής της περιόδου, οι ελληνικές αρχές τους αντιμετώπιζαν ως ύποπτους. Το αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η υποχρεωτική απομάκρυνση, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Άξονα, των «ρωσοπροσφύγων», όπως τους αποκαλούσαν, από τη Χαλκίδα, όπου υπήρχε η στρατηγικής σημασίας γέφυρα. Οι πρόσφυγες αυτής της περιόδου ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Πολλοί διέμεναν αρχικά κάτω από στέγαστρα για καπνά. Η κρατική μέριμνα από το δικτατορικό καθεστώς ήταν ανύπαρκτη και οι πρόσφυγες περνούσαν βασανιστικά την πρώτη περίοδο. Ένα μεγάλο μέρος τους είχε αφήσει πίσω συλληφθέντες από το σταλινικό καθεστώς, για τους οποίους ουδεμία μέριμνα σε επίπεδο διπλωματικής παρέμβασης έδειξε το τότε αντικομμουνιστικό καθεστώς, παρόλες τις εκκλήσεις των προσφυγικών οργανώσεων να δραστηριοποιηθεί η ελληνική κυβέρνηση για να σωθούν οι «… χιλιάδες των φυλακισμένων συμπατριωτών».

Ίσως η πιο χαρακτηριστική και αποκαλυπτική εικόνα για το πώς το ελληνικό συντηρητικό κατεστημένο αντιμετώπισε τους Έλληνες ομογενείς της Σοβιετικής Ένωσης κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων, προέρχεται από τη σύσκεψη που έγινε το στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το Σεπτέμβριο του 1949, μετά τις μαζικές βίαιες εκτοπίσεις των χιλιάδων Ποντίων του Καυκάσου (Ελλήνων υπηκόων) στην Κεντρική Ασία. Μια από τις ιδέες που κατατέθηκαν ως «Η μόνη πρακτική απομένουσα, οδός αύτη ενεργείας…» ήταν: «…δέον να καταβληθεί υστάτη προσπάθεια… παρά τη Γαλλική Κυβερνήσει ίνα χορηγήσει αύτη άδειαν να μεταφερθούν οι εις άλλας περιοχάς της Ρωσίας ευρισκόμενοι Έλληνες,  εις Μαρόκον.»

(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας-μαθηματικός. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας της Παρευξεινίου Διασποράς. Μελέτησε κυρίως τη σταλινική εποχή του σοβιετικού πειράματος και τις σταλινικές διώξεις κατά του ελληνικού πληθυσμού.