Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Στα Χνάρια των Κομνηνών

1902. Την ώρα του ολοκαυτώματος του ναού της γνώσης, του σχολείου στο Σοκάκ-Πασή, το καμάρι των Ελλήνων της Κερασούντας, (ιστορικό γεγονός), έρχεται στον κόσμο η Σταυριανή. Και ενώ οι Έλληνες θρηνούν για την τεράστια απώλεια τους, ένας ασίκης με το σάζι του, θρηνεί για την μοίρα τους, που οι ίδιοι ακόμα δεν γνωρίζουν.

Ένα βιβλίο με φόντο τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και τα κακουργήματα του τοπάλ Οσμάν. Εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία, διανθισμένο με ποντιακούς διαλόγους, με ρήσεις και αποφθέγματα που πηγάζουν από την ψυχή του λαού. Μία αφηγηματική παλινδρόμηση. Ένα ταξίδι που ξεκινάει την δεκαετία του 1990, στο φανταστικό Δασοχώρι και μας μεταφέρει στην Κερασούντα του 1902 του 1918 του 1922, έως την ώρα την λύτρωσης της υπέργηρης Σταυριανής που έρχεται με τον θάνατό της.

Μας λέει για την οδύσσεια, τον ξεριζωμό και τα πολύ δύσκολα πρώτα χρόνια, μετά την άφιξή τους στην νέα και ταυτόχρονα πανάρχαια πατρίδα τους.

Γνωρίζουμε τον καθηγητή πατέρα της και την μητέρα της Αγγελική, οι οποίοι σφαγιάζονται μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών τους. Τους γείτονές της, Έλληνες και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, φίλους και εχθρούς, όλοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί και φτάνουμε στην καθοριστική για το γένος ημερομηνία, το 1922.

Γνωρίζουμε την χιλιο-βασανισμένη Σουμέλα που όσο μεγάλα είναι τα βάσανά της άλλο τόσο μεγάλη είναι και η καρδιά της και μοχθηρό εγγονό της Πανίκα, που μαύρες σκιές έχουν βρει απάγκιο στην άπονη ψυχή του.

Την Τσόφα και τον άντρα της, τον καλοκάγαθο Γιωρίκα, που έκαναν παιδί τους την πεντάρφανη Πατουλίτσα, στις προσφυγικές παράγκες της Καλαμαριάς.

Τον μυστηριώδη Εβραίο Δαυίδ, που εμφανίζεται στο Δασοχώρι λίγα χρόνια μετά, έχοντας υπέρτατο σκοπό της ζωής του, την εκπλήρωση ενός χρέους.

Τον θηλυπρεπή Αποστόλη και τον αρρενωπό αδελφό του, τον Κωνσταντή. Τους γονείς τους, Αθηνά και Δημητρό, ντόπιοι Θρακιώτες που τον πόνο της προσφυγιάς ποτέ δεν τον γνώρισαν.

Τον Ξενοφώντα, τον λόγιο δάσκαλο, το ευσπλαχνικό χέρι στις δύσκολες στιγμές τους, και σύζυγο της Σταυριανής.

Τον καλοκάγαθο και βουλιμικό Στέφανο, το παιδί με σύνδρομο down που ξέρει μόνο να αγαπά και τον έχει αγκαλιάσει ολάκερο το χωριό.

Τον Αναστάση τον χωρατατζή, που μας κάνει και ξεχνάμε τις δυσκολίες της ζωής. Τον Θανάση που τον συναγωνίζεται στα χωρατά. Τον τραγικό Νικόλα τον "οκνέα", που οκνεί ακόμα και να μιλήσει. Την στοργική Φρόσω και την γραφική Μαγδαληνή που έκαναν τον πόνο τους μια αγκαλιά μεγάλη για το "ζαντό" παιδί, τον Στέφανο.

Τον ασίκη, την βασανισμένη ψυχή που ψάχνει την λύτρωση στα αποκαΐδια και άλλους, συνοδοιπόρους στον δρόμο της προσφυγιάς, της λύτρωσης, και της ποθητής αγαλλίασης της ψυχής.

Το Δασοχώρι για τους πρόσφυγες είναι η νέα τους Πατρίδα.

Εδώ το γαλάζιο της θάλασσας του Πόντου έχει αντικατασταθεί από το πράσινο του δάσους. Ζούμε και μοιραζόμαστε μαζί τους τις χαρές και τις λύπες τους, τις αιματοβαμμένες μνήμες, αλλά και τις ήλιο-στάλαχτες ελπίδες τους.

Είναι η μοναδική Πατρίδα που τα παιδιά της τρίτης και τέταρτης γενιάς των ξεριζωμένων ποντίων γνωρίσανε, αλλά όχι η μοναδική που αγαπήσανε.

Στο αίμα τους, στο DNA τους, ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΩΣ, ζει ακόμη η νοσταλγία των παππούδων τους, αυτό το απροσδιόριστο και μυστήριο συναίσθημα που γεμίζει τα μάτια τους με δάκρυα στο άκουσμα της ποντιακής λύρας, κάνοντας πράξη αυτό που είπε ο αείμνηστος Λεωνίδας Ιασωνίδης: "Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου ω πάτριος Ποντία γη!".