Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου έναντι των Γερμανών κατακτητών

Η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου έναντι των Γερμανών κατακτητών
Η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου έναντι των Γερμανών κατακτητών

του Αρχιμανδρίτη
Ιουστίνου Δ. Μαρμαρινού
  
Εξήντα και πλέον χρόνια έχουν παρέλθει από τις τραγικές εκείνες ημέρες της καταλήψεως των Αθηνών και ολόκληρης της Ελλάδας από τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής. Μέσα όμως σε μια ατμόσφαιρα θλίψεως και οδύνης αναδείχθηκαν μορφές ηρωικές που χαλύβδωσαν το φρόνημα των Ελλήνων και ύψωσαν τη σημαία της αντίστασης κατά του κατακτητή. Από τις πρώτες ηρωικές πράξεις αντί­στασης είναι η αντιμετώπιση των κατακτητών από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον από Τραπεζούντος. Μορφή ηρωική που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρε­σίες στο ποίμνιό του στη περιφέρεια Τραπεζούντος, το οποίο κατόρθωσε, με δικές του ενέργειες να διασώσει ακέραιο από τους διωγμούς των Νεοτούρκων και τις σφαγές του ποντιακού Ελληνισμού που ακολούθησαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρα­σιατική καταστροφή. Μετά από έντονο διπλωματικό αγώνα για τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού και μεγάλη διεθνή δραστηριότητα ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Αθήνα, πλήρης σεβασμού και αναγνωρίσεως αναδεικνύεται Αρ­χιεπίσκοπος Αθηνών το 1939, ακρι­βώς για να επιτελέσει το χρέος της Εκκλησίας στις δύσκολες αλλά και ηρωικές στιγμές του Ελληνισμού που ακολούθησαν. Απαύγασμα της λάμψης και του μεγαλείου του αν­δρός είναι η στάση του απέναντι στους Γερμανούς κατά την είσοδό τους στην Αθήνα και τα δύσκολα χρόνια της κατοχής που ακολούθη­σαν. Οι ιστορικές αναφορές και λεπτομέρειες που αναφέρονται, εν πολλοίς άγνωστες, φανερώνουν την υψηλή προσφορά του κλήρου και της Εκκλησίας μας σε καιρούς κρίσιμους.

Oι ενέργειες του Χρύσανθου πριν από την είσοδο των Γερμανών

Στις 10 Φεβρουαρίου 1940 η Ακαδημία Αθηνών σε πανηγυρική συνεδρίαση εξέλεξε ως τακτικό μέλος της τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και στην επίσημη δεξίωση οι καθηγητές Μαρίνος Γερουλάνος και Δημήτριος Μπαλάνος με λαμπρές προσφωνήσεις εξήραν την προσωπικότητα και το έργο του σεβάσμιου ιεράρχη. Ο Χρύσανθος βρισκόταν στο αποκορύφωμα της κοινωνικής του καταξίωσης και είχε κερδίσει την εκτίμηση και το σεβασμό της Αθηναϊκής κοινωνίας, όπως φάνηκε και με τη βαθιά εντύπωση που προκάλεσε η επίσημη ομιλία του με θέμα «Εκκλησία και πολιτισμός εν τη καθ' ημάς Ανατολή»(1). Πολύ σύντομα όμως τα σύννεφα του πολέμου που ήδη σκέπαζαν την Ευρώπη δεν άργησαν να βαρύνουν και τον ουρανό της Ελλάδας. Ο Αρχιεπίσκοπος με καλύτερη γνώση των Ευρωπαϊκών πραγμάτων και έχοντας ήδη ζήσει από κοντά τις συνέπειες των τελευταίων πολέμων, ανησυχούσε ακόμα περισσότερο για την τύχη του ορθόδοξου λαού που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.

Στις 27 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Κυριακή στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς Ι. Ναού της Αγίας Φωτεινής Νέας Σμύρνης, ο Χρύσανθος αισθανόταν βαριά την ευθύνη απέναντι σ' αυτό το λαό που πλημμύριζε μέσα και έξω το μεγάλο ναό. Όταν, μετά την κατανυκτική ακολουθία της καθιερώσεως του Ναού, ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε στην Ωραία Πύλη για να μιλήσει στους πιστούς, το πρόσωπό του φλογιζόταν απ' όλη την αγωνία που είχε στην ψυχή του για τα γεγονότα που αυτός γνώριζε πως πλησιάζουν. Η συγκίνηση και τα βαθιά πατριωτικά αισθήματα που κατέθλιβαν την ψυχή του, τόσο πολύ τον συγκλόνιζαν, ώστε μόνο λίγες λέξεις κατόρθωσε να προφέρει, χωρίς να μπορέσει να προϊδεάσει τον κόσμο για τα γεγονότα που επρόκειτο σε λίγες ώρες να τον αναστατώσουν(2).

Με την έκρηξη του πολέμου, το πρωί της επομένης, ο Χρύσανθος, ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, με το οποίο καλούσε όλους τους Έλληνες να αγωνιστούν υπέρ πίστεως και πατρίδος με την πεποίθηση της συμπαράστασης και της σκέπης του Θεού στο δίκαιο αγώνα του Έθνους(3).

Πολύ γρήγορα όμως πέρασε ο Χρύσανθος από τα λόγια στην πράξη. Όσο ο Ελληνικός λαός αγωνιζόταν στα βουνά της Ηπείρου αυτός στα μετόπισθεν έδινε τη δική του πολύτιμη μάχη. Όλες οι ώρες, οι σκέψεις και οι ενέργειές του, από την πρώτη ημέρα αφιερώθηκαν στον κοινό αγώνα(4).

Επιστράτευσε μεγάλον αριθμό εθελοντών κληρικών - εξομολόγων που διακρίνονταν για τον ενθουσιασμό και τη γενναιοψυχία τους και τους έστειλε στην πρώτη γραμμή, για να ενθαρρύνουν και να χαλυβδώνουν το φρόνημα των μαχητών με τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας μας, με το φλογερό τους λόγο και με το παράδειγμά τους(5).

Οργάνωσε αστραπιαία την Πρόνοια των στρατευομένων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών όπου, υπό την καθοδήγησή του, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους δύο χιλιάδες εθελοντές, άνδρες και γυναίκες, και επιτέλεσαν αξιο­θαύμαστο φιλανθρωπικό έργο. Χωρίς να οργανώσει εράνους και να ζητάει δωρεές, διέθεσε πολλά εκατομμύρια δραχμών, υπέρ των ασθενών, των τραυματιών πολέμου και των οικογενειών των στρατευμένων. Διέθεσε ιερείς για τις θρησκευτικές ανάγκες τους και συγκρότησε ομάδα "προνοίας" για πατριωτι­κή αλληλογραφία με το μέτωπο και αποστολή δεμάτων και εντύπων προς τους μαχομένους, για τόνωση του φρονήματός τους(6).

Τη 16η Νοεμβρίου 1940 ο Χρύσανθος και η Εκκλησία της Ελλάδος απευθύνουν έκκληση προς τις απανταχού της οικουμέ­νης χριστιανικές Εκκλησίες. Καταγγέλλει την απρόκλητη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας (ανήμερα μάλιστα στην εορτή της Παναγίας), απαριθμεί τις βαρβαρότητες των επιτιθεμέ­νων και τους καλεί «να αναλάβητε ζήλον Χριστού και να διαμαρτυρηθήτε και κινηθήτε και να κινήσητε τους λαούς υμών αξίως του αδικήματος, ίνα μάθωσι πάντες ως κοινόν εχθρόν να νομίζωσι τον άρπαγα...»(7)

Με την είσοδο της Γερμανίας στον πόλε­μο, τον Απρίλιο του 1941, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος και με δεύτερη σιδηρό­φρακτη αυτοκρατορία ταυτοχρόνως και όμως δεν παραλείπει να κάνει το καθήκον του και να αγωνισθεί έως εσχάτων. Η Εκκλησία βρί­σκεται δίπλα του στον αγώνα του αυτόν.

Στις 6 Απριλίου 1941 η Ιερά Σύνοδος με πρόεδρο τον Χρύσανθο απευθύνει διάγγελ­μα προς τον ηρωικώς μαχόμενο φιλόχριστο Ελληνικό Στρατό. Μεταξύ άλλων το διάγ­γελμα ανέφερε:

«Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, από της σήμε­ρον ημέρας και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της ιεράς ημών Χώρας... Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός. Αλλ' ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή, δεν θα επιτρέψη την Βασιλείαν του σκότους... θα συντρίψει και τον εκ Γερμανίας Εκατόχειρα Τυφυέα (sic), και θα ανατείλη και πάλιν... τον ήλιον της Δικαιο­σύνης και Αληθείας...»(8).

Είναι φανερή η ταύτιση των Γερμανών με τις δυνάμεις του σκότους και διάχυτη η αίσθηση της κατάφωρης αδικίας και ανανδρίας, ακόμη και με την ηθική του πολέμου, αφού δε διστάζουν να επιτεθούν πισώπλατα εναντίον ενός μικρού λαού που ήδη αγωνί­ζεται υπέρ βωμών και εστιών εναντίον μιας μεγάλης και ισχυρής αυτοκρατορίας, όπως ήταν η Ιταλία της εποχής αυτής.

Τα αισθήματα του Χρυσάνθου προφα­νώς ταυτίζονται με τα αισθήματα ολόκληρου του ελληνικού λαού, έκφραση των οποίων αποτελούν και τα δύο μνημειώδη διαγγέλμα­τα του Χρυσάνθου που εκδόθηκαν αμέσως με την εισβολή των Ιταλών και Γερμανών αντίστοιχα. Την περαιτέρω όμως στάση του Χρυσάνθου έναντι των Γερμανών κατακτη­τών θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.

Δύο στελέχη των Γερμανικών αρχών Κατοχής καταθέσουν στέφανο στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στην πλαιεία Συνάγματος. Αριστερά, ο Στρατιωτικός Διοικητής Νοτίου Ελλάδος, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμυ και δεξιά ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύνιερ Άλιενμπουργκ (Συλλογή Χάγκεν Φλάισερ).

Τα γεγονότα κατά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και μέχρι την εκθρόνιση του Χρύσανθου

Μετά το λαμπρό έπος της Αλβανίας και την ηρωική αντίσταση του Στρατού μας στα μακεδονικά οχυρά, ο ελληνικός λαός, τσακισμένος από το διμέτωπο και άνισο αγώνα με δύο αυτοκρατορίες λυγίζει και νικητής αυτός εξαναγκάζεται σε πικρή τρι­πλή εχθρική κατοχή.

Η Ελληνική Κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' αναγκάζονται να εγκαταλεί­ψουν την πρωτεύουσα και να συνεχίσουν τον αγώνα στην Κρήτη, αρχικά, και στην Αίγυπτο στη συνέχεια. Παρ' όλο που ο βα­σιλιάς πρότεινε στο Χρύσανθο να ακολου­θήσει την Κυβέρνηση στην εξορία, αυτός αρνήθηκε και παρέμεινε, ως πραγματικός πατέρας και ποιμένας, κοντά στο ποίμνιό του που διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο.

Το θάρρος και η τόλμη που ο ειρηνικός αυτός άνθρωπος επέδειξε στις δύσκολες για το έθνος εκείνες στιγμές τον ανέδειξαν σε σύμβολο αντίστασης και αξιοπρέπειας ενός ολόκληρου λαού. Αυτό το μικρό διάστημα από την είσοδο των Γερμανών μέχρι την εκθρόνισή του ήταν αρκετό, για να αποκα­λύψει το χαλύβδινο χαρακτήρα του και την άκαμπτη προσήλωσή του στην εκπλήρωση του καθήκοντος που προέκυπτε εκ της θέσεως του. Τούτο τονίζει και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος: «Ο ελάχιστος χρόνος της παραμονής του εις τον θρόνον μετά την υποδούλωσιν της πατρίδος υπήρξε η λαμπροτέρα φάσις της ζωής του»(9).

Με τη λήξη της μάχης των οχυρών και τη συνθηκολόγηση του ελληνικού Στρατού της Ηπείρου, οι Γερμανοί, χωρίς ουσιαστι­κή αντίσταση, κατευθύνονται ταχύτατα προς την Αθήνα. Η είσοδος τους αναμενόταν για τις 27 Απριλίου, ήδη όμως από τις 24 Απρι­λίου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για την υποδοχή τους.

Ο ίδιος ο Χρύσανθος σημειώνει στο ημε­ρολόγιο του εκείνη την ημέρα: «Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ' εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη δια να μοι ειπούν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών... έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη»(10).

Ο Χρύσανθος θεωρούσε εξευτελιστικό για το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου την πιθα­νότητα να αντιμετωπιστεί με περιφρόνηση από κάποιον κατώτερο χιτλερικό αξιωμα­τικό η τόσο επίσημη ελληνική αντιπροσω­πεία, και γι' αυτό, παρ' όλη την επιμονή του Μανιαδάκη δεν συμμετείχε στην επι­τροπή υποδοχής. Η δικαιολογία του ήταν πως «Εγώ είμαι πνευματικός αρχηγός της Πρωτευούσης. οι επερχόμενοι Γερμανοί και οι σύμμαχοι αυτών είναι ετερόδοξοι. Πως είναι δυνατόν να παραδώσω την πνευματικήν διοίκησιν της Ορθοδόξου πρωτευούσης εις ετεροδόξους;»(11).

Την 27η Απριλίου, Κυριακή των Βαΐ­ων, μετά από μία νύχτα γεμάτη αγωνία ο Χρύσανθος μαθαίνει πως οι Γερμανοί πλησιάζουν στους Αμπελοκήπους. Οι τρεις αντιπρόσωποι συναντούν ένα Γερμανό «ανθυπολοχαγίσκο» και οι λοιποί μοτο­σικλετιστές συνεχίζουν το δρόμο τους για την Ακρόπολη όπου σε λίγο θα υψώσουν τη χιτλερική σημαία. Ο πόνος και η θλίψη του Χρυσάνθου όταν την αντικρίζει από το παράθυρο της Αρχιεπισκοπής είναι αβά­σταχτη, «είμαι περίλυπος μέχρι θανάτου», σημειώνει στο ημερολόγιό του.

Στην κατάσταση αυτή δέχεται την πρό­σκληση του Δημάρχου Πλυτά, δια μέσου κάποιου κλητήρα, ότι οι Γερμανοί στρατη­γοί θέλουν να μεταβεί ο Αρχιεπίσκοπος στη Μητρόπόλη, για να τελέσουν δοξολογία επί τη αφίξει τους στην Αθήνα. «Ο πάντοτε ειρη­νικός και γαλήνιος Αρχιεπίσκοπος», σημειώ­νει ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, «αποτόμως συνωφρυώθη, ηγέρθη και εν θυμώ και οργή, με τόνο φωνής, ον αδυ­νατώ να αποδώσω, απάντησε:

- Ποιος είσαι συ; Πήγαινε, φύγε αμέσως...»(12), και στην ερώτησή του: τι να απα­ντήσω στον κ. Δήμαρχο; του απαντά «να ειπής ότι σε έδιωξα»(13).

Μετά από λίγη ώρα έρχεται νέος απε­σταλμένος από το Δήμαρχο με νέο αίτη­μα αυτή τη φορά. Ρωτάει εκ μέρους του Γερμανού στρατηγού, πότε μπορεί να τον επισκεφθεί στη Μητρόπόλη. «Φαίνεται, ση­μειώνει ο Χρύσανθος, πως η απάντησή μου τον εσυνέτισε». Στις τέσσερις το απόγευμα ορίστηκε η συνάντηση και ο Γερμανός Στρα­τηγός του Β' Σώματος Στρατού Stumme, που μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα, συνοδευόμε­νος από τον Klemm, στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα, και από το νέο Φρούραρχο Αθηνών έφτασαν στην ώρα τους έξω από την Αρχιεπισκοπή.

Ο Χρύσανθος τους δέχεται στην αίθουσα του Αρχιεπισκοπικού θρόνου με «αθυμίαν και κατήφειαν»(14). Ο Γερμανός χαιρετάει «μειδιών» και κάθονται όλοι εκτός από το προσωπικό της Αρχιεπισκοπής. Ο στρατηγός προσφέρθηκε να μιλήσουν γαλλικά αλλά ο Χρύσανθος απάντη­σε πως προτιμάει γερμανικά.

- Φαίνεσθε κουρασμένος, είπε.
- Ναι, απάντησε ο Γερμανός, βρήκαμε γέφυρες και δρόμους κατεστραμμένους από τους Άγγλους. Ποίος θα τους επιδιορθώσει; Οι Άγγλοι πρέπει να πληρώσουν.
- Θα πληρώσει οποίος νικηθεί, απαντά ο Χρύσανθος.
- Κατά τη διαδρομή μας στην Ελλάδα με χαρά παρατήρησα πως πολλοί Έλληνες μιλούν γερμανικά.
- Ναι, απάντησε, υπήρχαν πολλοί θαυ­μαστές του γερμανικού πολιτισμού πριν τον πόλεμο αλλά τώρα θα έμειναν πολύ ολίγοι, αφού η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ή μάλλον δε θα έμεινε κανένας. αλήθεια γιατί τον εκήρυξε;
- Αυτά είναι ζητήματα πολιτικής, αλλά στο δρόμο πολλοί μας έραιναν με λουλούδια.
- Αυτοί δεν θα ήταν προφανώς Έλληνες, απαντά ο Χρύσανθος, και προσέθεσε:
- Επείγει, Στρατηγέ, το ζήτημα του επι­σιτισμού του τόπου.
- Θα έλθει προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού, απάντησε αυτός(15).

Ο Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, αυτήκοος μάρτυς της συναντήσεως, προσθέτει στον παραπάνω διάλογο τα λόγια του Χρυσάνθου: «Οι Έλληνες πάντοτε ηγάπησαν την Γερμανίαν και κατά προτίμησιν οι Έλληνες των γραμμάτων εις Γερμανίαν συνεπλήρουν τας σπουδάς των και μετέδιδον εις τους συμπολίτας των επανερχόμενοι τας Αρετάς του Γερμανικού λαού. Ποτέ όμως δεν εφαντάζοντο ότι οι Γερμανοί, τους οποί­ους τόσον ηγάπων, θα έπληττον αυτούς εκ των νώτων καθ' ην στιγμήν επάλαιον δια την ελευθερίαν των με μίαν μεγάλην αυτοκρατορίαν!» Στην απάντηση του στρατηγού ότι: «Δεν πταίωμεν ημείς αλλά οι Άγγλοι που ήλθον εις την Ελλάδα», ο Αρχιεπίσκο­πος ανταπάντησε: «Στρατηγέ μου, εγώ δεν πολιτικολογώ, αλλ' απλώς εκφράζω το παράπονον παντός Έλληνος, και μάλιστα των σπουδασάντων εν Γερμανία»(16).

Κατά τη μαρτυρία του παρόντος Αρχιδιακόνου η συνομιλία ολοκληρώθηκε με την έκκληση του Αρχιεπισκόπου προς το Γερμανό στρατηγό: «Σας συμβουλεύω και σας παρακαλώ να μη θίξετε την φιλοτιμίαν του Ελληνικού λαού», υπονοών ότι ο λαός θα αντιδράσει γενναίως»(17).

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση για τον Χρύσανθο ήταν στις 29 Απριλίου, όταν προσκλήθηκε από τον Πλάτωνα Χατζη­μιχάλη (Υπουργό Εθν. Οικονομίας της κατοχικής Κυβέρνησης) να ορκίσει την επομένη τη δοτή στους Γερμανούς Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Του απάντησε: «Λυπούμαι πολύ διότι δια συμβολαίου και εντολή των Γερμανών σχηματίζεται Κυβέρνησις και ιδίως διότι μετέχει αυτής ο κ. Χατζημιχάλης (σ.σ. επίτροπος του Ιε­ρού Ναού Μεταμορφώσεως Πλάκας), τον οποίον εθεώρουν τίμιον Έλληνα. Και τι ηθέλατε να κάμωμεν; λέγει ο κ. Χατζημι­χάλης, να αφήσωμεν να μας κυβερνήσουν οι Γκαουλάιτερ; Τω απαντώ ναι, διότι με τους Γκαουλάιτερ οι Γερμανοί θα κάνουν μικρότερον κακόν παρ' όσον θα κάμουν δι' υμών διότι θα φέρετε μόνον τας ευθύνας χωρίς να ημπορέσητε να κάμητε το ελάχιστον καλόν εις τον λαόν»(18).

Σε νέα πίεση της Κυβερνήσεως να προσέλθει στην ορκωμοσία, ο Χρύσανθος απάντησε:

«Η Εθνική Κυβέρνησις, την οποίαν ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Άλλην Κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω, ...εις τοιαύτας υπόπτους και αντεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνα­τόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον και την ευλογίαν της. Η Εκκλησία πρέπει να μένη μακράν από τοιαύτα πράγματα»(19).

Ούτε συμβιβαστική λύση δε δέχτηκε ο Χρύσανθος να δώσει στο θέμα της ορκω­μοσίας της κατοχικής Κυβέρνησης. Όταν ο υπασπιστής του Τσολάκογλου στην άρνησή του του αντιπροτείνει «στείλατε τουλάχιστον τον Επίσκοπον (σ.σ. εννοεί το βοηθό επί­σκοπο Ταλαντίου Παντελεήμονα Παπαγεωργίου) ή άλλον τινά, να τους ορκίση», ο Χρύσανθος απάντησε: «Αδυνατώ να δώσω εντολήν εις οιονδήτινα»(20). «Εν γνώσει των συνεπειών που με αναμένουν, δεν δέχομαι την προτεινομένην παραχώρησιν. Εμμένω εις τας αρχάς μου»! Την ορκωμοσία τελικά κλήθηκε και τέλεσε ο εφημέριος της ενορίας της Βουλής (Αγίου Γεωργίου-Καρύκη), ήδη όμως είχε αποφασισθεί η τύχη του ηρωικού Αρχιεπισκόπου(21).

Οι Γερμανοί οπωσδήποτε είχαν ενοχλη­θεί από την αγέρωχη και εθνικά αξιοπρεπή στάση του Χρυσάνθου. Στις 30 Απριλίου 1941 ο γκεσταπίτης Λοχαγός Dolger, καθη­γητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, με­τέβη στην Ακαδημία Αθηνών και περιέφερε το φύλλο της «Εκκλησίας», στο οποίο είχε δημοσιευθεί η προκήρυξη του Χρυσάνθου και της Ιεράς Συνόδου προς τον ελληνικό Στρατό και λαό κατά της κήρυξης του πολέ­μου της Γερμανίας κατά της Ελλάδας(22).

Περισσότερο όμως η στάση του Χρυσάνθου θα είχε ενοχλήσει τα μέλη της Κυβερνή­σεως Τσολάκογλου, η οποία και έμενε πλέον εκτεθειμένη ενώπιον του ελληνικού λαού για τη συνεργασία της με τους Γερμανούς.

Από τις 25 Μαΐου, τουλάχιστον, είχαν αρχίσει οι συνεννοήσεις των αντιπάλων του Αρχιεπισκόπου ιεραρχών με τον Τσολάκογλου για την παύση του Χρυσάνθου και την επαναφορά του Δαμασκηνού. Ο Τσολάκογλου, προσωπικός φίλος του Δαμασκηνού(23), διέδιδε πως τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο είναι υποχρεωμένος να τον παύσει, γιατί δεν τον θέλουν οι Γερμανοί(24).

Τότε ήταν που ορισμένοι φίλοι του Χρυσάνθου του συνέστησαν να πραγματοποιή­σει μία, τυπική έστω, επίσκεψη στο Γερμανό Στρατάρχη Λίστ, για να επέλθει κάποια συ­νεννόηση και να μην εξωσθεί από το θρόνο. «θα το έκανα ευχαρίστως, απάντησε ο Χρύ­σανθος, αν ήμουν βέβαιος ότι η επίσκεψη δε θα έμενε χωρίς ανταπόδοση. Αδυνατώ, είπε, να εκθέσω το κύρος του πνευματικού αρχηγού της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Όταν μάλιστα του παρατήρησαν πως με την άκα­μπτη στάση του διακινδυνεύει τη θέση του, απάντησε: «όχι μόνον τον θρόνον μου αλλά και την ζωήν μου είμαι έτοιμος να θυσιάσω δια το καθήκον μου»(25).

Παρ' όλες αυτές τις αντικανονικές και αντεθνικές κινήσεις εναντίον του, ο Χρύσαν­θος δεν παύει να παρακολουθεί το δράμα του ελληνικού λαού και τις ενέργειες των κατακτητών εναντίον του Έθνους και της Εκκλησίας. Οι πληροφορίες για τη δράση των Βουλγάρων στη Θράκη και την Ανατο­λική Μακεδονία τον ανησυχούν ιδιαίτερα. Οι Βούλγαροι υποχρέωναν τους Έλληνες ιερείς να τελούν τη θεία Λειτουργία στη βουλγαρική γλώσσα και να μνημονεύουν στις ιερές ακολουθίες την Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Στις 2 Ιουνίου 1941 απευθύνει επιστολή διαμαρ­τυρίας προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Αθήνα, Άλτενμπουργκ, και ζητά να διακο­πεί η πρωτοφανής αυτή ενέργεια των Βουλ­γάρων και να επιστρέψουν οι εκδιωχθέντες από τους Βουλγάρους μητροπολίτες Ζιχνών και Σιδηροκάστρου στις έδρες τους(26).

Την ίδια ημέρα, 2 Ιουνίου, φτάνουν στον Χρύσανθο πληροφορίες ότι το «εκκλησιαστι­κό ζήτημα» ανέλαβε να το λύσει η Γκεστάπο. Μάλιστα ο ιερέας της γερμανικής κοινότητας στην Αθήνα Schafer θέλησε να συστήσει στη Γκεστάπο να σεβαστεί την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπο, όμως αυτοί τον διέταξαν να μην αναμιγνύεται διαφορετικά τον απείλησαν πως θα τον συλλάβουν και θα τον φυλακίσουν(27).

Ήδη από τις ημέρες αυτές η Γκεστάπο και οι Έλληνες συνεργάτες της είχαν αποφασίσει τον τρόπο αποπομπής του Χρυσάνθου. Στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η Εφημερίς της Κυβερνήσεως με την Συντακτική Πράξη της γερμανόδουλης Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, δια της οποίας «παύεται» ου­σιαστικά ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και καλούνται 23 αρχιερείς(28) να συγκροτήσουν σώμα υπό τον τίτλο «Μείζων Σύνοδος», για να αποφασίσουν τελεσίδικα για την επανα­φορά του Δαμασκηνού.

Στις 2 Ιουλίου η Σύνοδος συνεδριάζει και ο επίτροπος Πετρακάκος προτρέπει κάποιους διστακτικούς αρχιερείς να μη διστάσουν να προχωρήσουν στην αποπομπή του Χρυσάν-θου, να έχουν θάρρος και να σπεύσουν, για­τί... οι Γερμανοί βαδίζουν προς τη Μόσχα(29). Η Σύνοδος αποφασίζει ομόφωνα(!) και ακυρώνει όλες τις προηγούμενες πράξεις επί Χρυσάνθου. Αποκαθιστά μάλιστα το Δα­μασκηνό σαν να ήταν Αρχιεπίσκοπος από το 1938, αγνοεί δηλαδή και διαγράφει(!) ολόκλη­ρη την αρχιεπισκοπία του Χρυσάνθου ως de jure canonico ανύπαρκτη(30).

Ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει Αρχιεπί­σκοπος στις 6 Ιουλίου και ο Χρύσανθος αποσύρεται ταπεινά στο μικρό σπίτι της οδού Σουμελά στην Κυψέλη, χωρίς να προ­καλέσει καμία αντίδραση στη νέα εκκλησια­στική κατάσταση, παρ' όλο που γνώριζε πως ήταν αντικανονική. Ο μεγάλος του πόνος όλο αυτό το διάστημα δεν ήταν η απώλεια του θρόνου του, την οποία άλλωστε ο ίδιος είχε προκαλέσει, μη δεχθείς να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, πονούσε όμως και θλι­βόταν βαθύτατα για τη δυστυχία του σκλα­βωμένου λαού, για τις χειροτονίες πολλών αναξίων αρχιερέων, για την εγκατάλειψη των επαρχιών και του ποιμνίου τους από πολλούς, οι οποίοι «μισθωτοί και ουκ όντας ποιμένες» συγκεντρώνονταν σταδιακά στην Αθήνα. Πονούσε επίσης και από τη διάλυση πολλών έργων που είχε ο ίδιος δημιουργή­σει. «Πάντα ταύτα πληρούσιν οδύνης την καρδίαν μου», έγραφε στο ημερολόγιό του(31). Τη γενικότερη όμως συμπεριφορά του Χρυσάνθου στο διάστημα αυτό θα παρακολου­θήσουμε στη συνέχεια.

Η δράση του Χρύσανθου από την εκθρόνιση του μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών

Από την εκθρόνισή του και καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Χρύσανθος περιορί­ζει τις δραστηριότητές του στο μικρό οικίσκο της οδού Σουμελά 3 στην Κυψέλη, από την οποία «δεν επέτρεψεν εις εαυτόν ουδέ βήμα ποδός να εξέλθη»(32), μη θέλοντας να ενοχλήσει τη νέα εκκλησιαστική και πολιτική κατάστα­ση. «Αποφασίζω να δοξάσω τον θεόν πάντων ένεκεν και να παραμένω παρακολουθών τους πόνους και τας ταλαιπωρίας, την πείναν και τας στερήσεις του ταλαιπώρου λαού μας και να συμπάσχω μετ' αυτού», έγραφε στο ημερολόγιό του στις 18 Ιουλίου 1941(33).

Στο διάστημα αυτό της Κατοχής ο Χρύ­σανθος πλήρωσε ακριβά την απτόητη στάση του έναντι των Γερμανών. Στερημένος από κάθε οικονομική πρόσοδο - ως σύνταξη έστω από το αξίωμα το οποίο κατείχε -ζούσε πάμπτωχος, ο αριστοκράτης αυτός, από τις γενναιοδωρίες φίλων και από φι­λανθρωπίες ευσεβών χριστιανών, που δεν έπαψαν να τον σέβονται και να τον τιμούν ως Αρχιεπίσκοπο. Αναγκάστηκε, μάλιστα, όπως υπονοείται και στη διαθήκη του, να εκποιήσει και περιουσιακά του στοιχεία, όπως αρχιερατικά άμφια και βιβλία, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην(34).

Παρ' όλα αυτά, όμως, η εργασία του Χρυσάνθου στο παρασκήνιο ήταν ασταμά­τητη. Ο ίδιος ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του κανονικό αρχιεπίσκοπο, αλλά και νόμιμο εκπρόσωπο της μόνης νόμιμης ελληνικής αρχής στα χρόνια της Κατοχής, δηλαδή του εξόριστου βασιλέα Γεωργίου Β'. Και δεν ήταν φυσικά μόνο δική του εντύπωση αυτή(35).

Οι περισσότερες αντιστασιακές οργα­νώσεις αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Χρυσάνθου τον ανώτατο αρχηγό τους, και ζητούσαν την έγκριση του «Δεσπότη» για όλες τις αντιστασιακές τους ενέργειες(36). Στην οικία της οδού Σουμελά λειτουργού­σε όλο το διάστημα της κατοχής ο «ασύρ­ματος του Δεσπότη», χωρίς να μπορούν να τον υποπτευθούν ή να τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί που χτένιζαν την περιοχή με τα ραδιογωνιόμετρα, και με αυτόν «τον αλη­θώς παρά του Θεού ευλογημένον ασύρματον», κατά τον Κ. Βοβολίνη, ο Χρύσανθος ενημέρωνε την εξόριστη Κυβέρνηση και το συμμαχικό Στρατηγείο για τα όσα συνέβαι­ναν στην Ελλάδα και έπαιρνε οδηγίες για το πως έπρεπε να δράσουν οι αντιστασιακοί. Αν φυσικά ανακάλυπταν οι Γερμανοί τον ασύρματο, αυτό θα σήμαινε άμεση θανατική εκτέλεση του Χρυσάνθου(37).

Το σπίτι αυτό της Κυψέλης γίνεται τόπος συνεδριάσεως των αντιστασιακών. Ο συνταγ­ματάρχης Μιχ. Αντωνόπουλος (Αννίβας) επιτελικό στέλεχος πολλών αντιστασιακών οργανώσεων μαρτυρεί: «Οι κατώτεροι αξιω­ματικοί κάνουν συνεδριάσεις στα νταμάρια του Λυκαβηττού... εμείς μαζευόμαστε στου Μητροπολίτη Χρυσάνθου»(38).

Πέρα όμως από τους αξιωματικούς και τα στελέχη των αντιστασιακών οργανώσε­ων υπήρχαν και οι άνθρωποι του πνεύματος που έκαναν τη δική τους αντίσταση. Σ' αυ­τούς πλέον ο Χρύσανθος δεν επιβαλλόταν ως αρχηγός της αντίστασης από την όποια σχέση του με τις νόμιμες ελληνικές αρχές του εξωτερικού, αλλά με την προσωπικότητα του, με το γνήσιο αντιστασιακό του φρό­νημα και την αδούλωτη ψυχή που είχε εξ αρχής αντιτάξει στους Γερμανούς(39).

Αλλά και απλών ανθρώπων καταφύ­γιο ήταν ο Χρύσανθος στα δύσκολα αυτά χρόνια της Κατοχής. Ο Στ. Κανονίδης ση­μειώνει: «Στην Κυψέλη, πλάι στο ιερό των Αγίων Απόστολων - όπου αγαπούσε να εκκλησιάζεται ο Κωνσταντίνος Κανάρης -είχε στραφεί όλη η άλλη, η ανώνυμος αγω­νιζόμενη Ελλάδα. Αυτή που έμενε πιστή στο εγερτήριο της 28ης Οκτωβρίου, στους αυθεντικούς σκοπούς και τα αυθεντικά του σύμβολα. Αθηναία δέσποινα έλεγε: Κάθε φορά - και αυτό εγίνετο τόσο συχνά - που στις καρδιές μας εστέρευαν οι πηγές των ελπίδων και μαζί με τα σώματα επήγαιναν να καμφθούν και οι ψυχές, παίρναμε το δρόμο προς την Κυψέλη. Και κάθε φορά εγυρίζαμε με τις καρδιές ανεφοδιασμένες και με στυλωμένες τις ψυχές»(40).

Όλο το διάστημα της Κατοχής λοιπόν ο Χρύσανθος συνέπασχε με το λαό της Αθήνας, υπέμενε τις ίδιες στερήσεις και την ίδια φτώχεια, αλλά ήταν και το σύμβολο του αγώ­να και της αντίστασης κατά των Γερμανών. Τα εκκλησιαστικά όμως πράγματα είχαν πά­ρει δυσάρεστη τροπή. Σε μια Αρχιεπισκοπή που όντως μοσχοβολούσε λιβάνι κατά την εποχή του Χρυσάνθου, άρχισε να συρρέει ένας «παρδαλός συρφετός σπουδαρχιδών» με την αποχώρησή του(41). Η Εκκλησία άρχι­σε να μεταβάλλεται σε παράγοντα εξουσί­ας και δυνάμεως, μέσα στον οποίο εμπλέ­κονταν εθνικά συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες, θεσμοί, καθώς και οι αγώνες και οι αγωνίες του ελληνικού λαού.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είχε φιλικές σχέσεις με τον Τσολάκογλου, συ­νεργάστηκε μαζί του, αλλά δεν ενέδιδε και στις απαιτήσεις του για ανοιχτή στήριξη της Κυβερνήσεώς του από την Εκκλησία. Όρκι­σε όλες τις επόμενες κατοχικές κυβερνήσεις, κρατούσε όμως εθνική αλλά και άκρως διπλω­ματική στάση απέναντι στους Γερμανούς.

Στις αρχές του 1944 ο Αρχιεπίσκοπος Δα­μασκηνός έπεσε στη δυσμένεια των Γερμα­νών, γιατί επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες τους για συνεργασία του με τους κομμουνιστές. Άρχισαν λοιπόν να βολιδοσκοπούν τον Χρύσανθο, αν επιθυμεί να αποκατασταθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, καθ' ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν χωρίς μεγάλο κόστος να απαλλαγούν από τον Δαμασκηνό.

Για το θέμα αυτό γράφει ο Χρύσανθος στο ημερολόγιό του (5 Φεβρουαρίου 1944): «Ήλθον οι δύο αδελφοί Μινόπουλοι, ανεψιοί του αειμνήστου Μητροπολίτου Αθηνών κυρού Θεοκλήτου, και μοι ανακοινώνουν εμπι-στευτικώς ότι ο Δαμασκηνός περιέπεσεν εις την δυσμένεια των Γερμανών... και ότι έχουν την απόφασιν να τον παύσουν και εν ανάγκη να τον απομακρύνουν στη Γερμανίαν αρκεί μόνον να δηλώσω ότι δέχομαι να επανέλθω εις την αρχιεπισκοπήν, και αν κατ' αρχήν δεχθώ, θα έλθει ο Λογοθετόπουλος δια να συννενοηθώμεν περί των λεπτομερειών. Απά­ντησα ότι είναι αδύνατον να δεχθώ τοιούτον τι και αν ο Δαμασκηνός έλαβεν ανά χείρας την ψαλίδα και έσχισε τον άρραφον χιτώνα του Κυρίου, δεν είμαι εγώ, ο οποίος θα συ­νεχίσω το σχίσιμο προς τέρψιν των εχθρών της πατρίδος, αρεσκομένων να αναβιβάζουν και καταβιβάζουν τους Αρχιεπισκόπους κατά βούλησιν. Επομένως περιττόν να έλθει και ο Λογοθετόπουλος. Εφ' ω και απήλθον οι αδελφοί Μινόπουλοι»(42).

Αυτή ήταν μέχρι τέλους η στάση του μεγάλου ιεράρχη προς τους Γερμανούς.

Καμία ωφέλεια δεν ήθελε να προκύψει για τον εαυτό του, όσο δικαιολογημένη κι' αν ήταν. Όταν κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε έστω και κατ' ελάχιστον τους κατακτητές. Οι πεποιθήσεις του για την κανονικότητα της Εκκλησίας δεν έγιναν ούτε στιγμή πρόσχημα για να επιθυμήσει λύσεις του «εκκλησιαστικού», που θα ήταν σύμφωνες με τις βουλήσεις των Γερμανών η των γερμανόδουλων κυβερνήσεων.

Η στάση και συμπεριφορά του Χρυσάνθου απέναντι στους Γερμανούς ήταν φυσικά πολύ διαφορετική απ' αυτήν του Δαμασκηνού. Το ποιος είχε δίκιο και ποιος ωφέλησε περισσότερο την Εκκλησία και το Έθνος στις δύσκολες εκείνες για όλους στιγμές δεν είναι αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Αυτό που απομένει σ' εμάς είναι να προσπαθήσουμε να ερμηνεύ­σουμε και να κατανοήσουμε τη στάση του Χρυσάνθου στα χρόνια αυτά της κατοχής και να ρίξουμε λίγο περισσότερο φως στα κίνητρα και στα ελατήρια της συμπεριφο­ράς του, αυτό όμως θα το επιχειρήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Η ερμηνεία της συμπεριφοράς του Χρύσανθου και η αποτίμηση της προσφορά του

Στοιχεία του χαρακτήρα του Χρύσανθου

Κατά την ενθρόνισή του ως Μητροπολίτου Τραπεζούντος ο Χρύσανθος άφησε να διαφανεί μία σημαντική πτυχή του χαρακτήρα του. Στον ενθρονιστήριο λόγο του ανέφερε μεταξύ άλλων ότι: «προτιμώ ιπτάμενος ως αετός να πέσω, η έρπων να ζήσω» και προσέθεσε: «ουδέποτε θα κάμψω γόνυ τω Βάαλ δια συμφέρον ή ανάγκην, ούτε δια φόβον τη εικόνι τη χρυσή προσκυνήσω, αλλά πάση δυνάμει θα αγωνισθώ προς προαγωγήν του εμπιστευθέντος μοι ποιμνίου παλαίων προς τους αντιδραστικούς κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου»43. Στα λόγια αυτά, όπως αποδείχθηκε και από τα μετέπειτα γεγονότα, δεν κρυβόταν κάποιος ρητορισμός ή σχήμα λόγου, αλλά αντιθέτως εκφραζόταν η απόφαση του να ζήσει με αξιοπρέπεια και εθνική υπερηφάνεια σε καιρούς εθνικά δύσκολους, κατά τους οποί­ους το να αναλάβει κάποιος τα καθήκοντα του Μητροπολίτη σήμαινε ταυτόχρονα και ανάληψη κινδύνου για την ίδια του τη ζωή. Ήταν αδιανόητο για το Χρύσανθο να προβεί σε κάποια πράξη συμβιβασμού, προκείμενου να εξασφαλίσει τη θέση του. Άλλωστε και όταν μετά την εκδίωξή του από τους Τούρκους και την εγκατάσταση του στην Αθήνα του προ­τάθηκε θέση Μητροπολίτη ο ίδιος αρνήθηκε να «τακτοποιηθεί» σε κάποια Μητρόπολη(44).

Ο Χρύσανθος ήταν από το χαρακτήρα του αυστηρός και απόλυτος, όχι τόσο με τους άλλους όσο κυρίως με τις αρχές του και με τον ίδιο του τον εαυτό. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να αντιδρά στη χαλαρότη­τα που ήταν η αρρώστια των ανθρώπων της εποχής του, χαλαρότητα όχι τόσο των ηθών όσο των συνειδήσεων. Ο Στ. Κανονίδης γρά­φει για τον Χρύσανθο: «Η συμβατικότης κι οι συμβιβασμοί ήταν πράγματα ανύπαρκτα στα διανοήματα και στις πράξεις του. Η αρετή, τα ιδανικά, το Γένος, η Εκκλησία, μπορεί για πολλούς να είναι ποικίλματα άδειου ρητορικού λόγου. Για κείνον ήσαν οντότητες ζώσαι, προσκυνηταί τρισέβαστοι. Και ήξαιρε (sic) να τις υπηρετή με το ίδιο ευλαβές δέος, που μ' αυτό έμαθε να τελή τα φρικτά μυστήρια του Θεού»(45).

Ο μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης Δωρόθεος στον επιμνημόσυνο λόγο του που εξεφώνησε στο Συνοδικό μνημόσυνο το Νοέμβριο του 1949 περιέγραψε τον Χρύσανθο ως άνδρα μεστό συνέσεως, ολύ­μπιον την εμφάνισιν, ο οποίος «ενέκλειεν εν τω οστρακίνω σκεύει της σαρκός αυτού θησαυρόν ακάμπτου και χαλυβδίνου χαρακτήρος, γνωρίζων υπέρ των καθαρώς εκκλη­σιαστικών και χριστιανικών αρχών αυτού να θραύεται και να σπάζη, αλλ' ουδέποτε να λυγίζη και να κάμπτεται»(46).

Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος περιγράφει την «ακαμψίαν του χαλυβδίνου χαρακτήρος, του Χρυσάνθου, την οποίαν άλλοι ωνόμαζαν σχολαστικότητα αναχρονιστικήν, ημείς όμως καλούμεν αρετήν αρχιερατικήν. Ο άνθρωπος εκείνος ήτο μονοκόμματος και αλύγιστος. Δεν εγνώριζε τι θα πη ανάγκη προσαρμογής προς τας περιστάσεις, της οποίας ελατήριον θα ήτο το ατομικόν συμφέρον»(47).

Τον κατηγόρησαν πως ήταν απρόσιτος και απλησίαστος, αυτό όμως συνέβαινε σε όσους ήταν αδύνατον να κατανοήσουν και να πλησιάσουν το ύψος και το μεγαλείο του ανδρός(48). Αντιθέτως οι πόρτες του σπιτιού του καθώς και της καρδιάς του, ήταν πάντα ανοιχτές σε γνωστούς και σε ξένους. Γνώριζε όμως να προφυλάσσει και το αξίωμα και τη θέση του με ιεροπρέπεια από πολλές κοσμικότητες που πολιορκούν προσωπικότητες του κύρους και της ακτινοβολίας του Χρυσάνθου(49).

Δεν θα ήταν παράξενο λοιπόν, μετά από όλα αυτά, να δικαιολογηθεί η άκα­μπτη στάση του έναντι των Γερμανών ως πράξη αυθόρμητη ενός τόσο αλύγιστου και ασυμβίβαστου χαρακτήρα, ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Αυτό θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στη συνέχεια.

Πράξη επιλογής ή αυθορμητισμού

Πέρα από την ακεραιότητα του χαρακτή­ρα του και το σεβασμό των αρχών και των αξιών στις οποίες πίστευε ως ορθόδοξος ιεράρχης, ο Χρύσανθος διέθετε και μία σειρά ολόκληρη από άλλα χαρίσματα τα οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε τη στάση του έναντι των Γερμανών.

Ο Χρύσανθος από τη νεαρή του ηλικία, ως διάκονος στην Τραπεζούντα είχε επιδείξει μοναδική υπευθυνότητα και αξιόλογα διοικη­τικά χαρίσματα. Αυτά ακριβώς τα χαρίσματα τον ανέδειξαν σε αξιοσέβαστη προσωπικότητα της πόλεως και γι' αυτό ανέλαβε τόσο νέος αυ­τός καθήκοντα γενικού Αρχιερατικού κατά την απουσία του Μητροπολίτη Κωνσταντίου.

Από την εποχή αυτή (1906) χρονολο­γούνται οι πρώτες εξαρχικές αποστολές που του ανατέθηκαν και τις έφερε όλες εις πέρας με επιτυχία(50). Από τότε και μέχρι την ανάδειξή του εις Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ανέ­λαβε δεκάδες άλλες αποστολές ως Μητρο­πολίτης Τραπεζούντος η ως πατριαρχικός έξαρχος, στις οποίες αναδείχθηκε και τοιδιαίτερο διπλωματικό τάλαντο, το οποίο διέθετε ο Χρύσανθος.

Αποκορύφωμα της διπλωματικής αυτής δεινότητας του Χρυσάνθου ήταν ασφαλώς η συνδιάσκεψη των Παρισίων (1919) και του Λονδίνου (1921), όπου είναι γενικώς ανα­γνωρισμένη και πολύτιμη η εκεί συμβολή του για την κατοχύρωση των δικαίων του μικρασιατικού Ελληνισμού(51).

Αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να καταλο­γιστεί στον Χρύσανθο είναι η απειρία η η αδυναμία διπλωματικού χειρισμού της υπό­θεσης της υποδοχής των Γερμανών και της συνεργασίας με τους Έλληνες συνεργάτες τους. Συγκεκριμένα μάλιστα για την υπόθεση της σταθερής άρνησής του να συμμετάσχει στην επιτροπή παράδοσης της πόλεως των Αθηνών ο Χρύσανθος κάθε άλλο παρά πρω­τόπειρος ήταν σε παρόμοιες καταστάσεις. Κατά τις διαδοχικές μάλιστα καταλήψεις της πόλεως της Τραπεζούντος από διαφο­ρετικούς Στρατούς, κατά τη διάρκεια της Αρχιερατείας του, ο ίδιος ανέλαβε πρωταγω­νιστικό ρόλο στην παράδοση και παραλαβή της πόλεως με μοναδικό σκοπό την διάσωση του πληθυσμού της πόλεως, χριστιανικού αλ­λά και μουσουλμανικού. Η αναγνώριση των υπηρεσιών του Χρυσάνθου υπήρξε ομόφωνη τόσο από τους διαδοχικούς κατακτητές της πόλεως Ρώσους και Τούρκους, όσο και κυρί­ως από το λαό της ευρύτερης περιοχής, κάθε φυλής και θρησκείας, που έλαβε τα ευεργε­τικά αποτελέσματα της προστασίας του. Ο ίδιος ο Χρύσανθος μάλιστα στο ημερολόγιό του συσχετίζει τη συμπεριφορά του κατά την υποδοχή των Γερμανών στην Αθήνα, με την υποδοχή των Ρώσων στην Τραπεζούντα το 1916(52), η οποία οπωσδήποτε αποτελεί πείρα περί των σχετικών θεμάτων που δε συμβαίνει να την έχουν πολλοί άνθρωποι.

Μήπως ειδικά για τους Γερμανούς είχε κάποιο λόγο ο Χρύσανθος να φερθεί σκληρά και απότομα και εξ αυτής της αντιπάθειάς του να εξηγείται η στάση απέναντί τους;

Είναι γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο Στ. Κανονίδης, «ο ίδιος, ο Χρύσανθος, είχεν ονο­μάσει δημοσία βαρβάρους τους Γερμανούς και όλα τα χρόνια της κατοχής ο Μπέριγκερ δεν έπαυσε να το ενθυμείται»(53). Ποτέ όμως πριν από τον πόλεμο δεν είχε εκφραστεί με περιφρόνηση κατά των Γερμανών. Αντίθετα μάλιστα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία και την Ελβετία θαύμασε το γερ­μανικό πολιτισμό, έμαθε φυσικά τη γλώσσα και παρακολούθησε στη Λειψία αρκετά από τα αριστουργήματα του Wagner, του Schiller και του Gothe. Όπως μάλιστα ομολογεί και ο ίδιος, τότε στο Μόναχο και στο Dahaw(!) πέ­ρασε τις ωραιότερες ημέρες της ζωής του(54).

Στο διάλογό του με το στρατηγό Stumme στην αρχιεπισκοπή Αθηνών ο Χρύσανθος εξέφρασε στο Γερμανό Στρατηγό το παράπο­νο όλων των Ελλήνων που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία και την απογοήτευσή τους από την άδικη επίθεσή τους κατά της Ελλάδας.

Φαίνεται ότι ο Χρύσανθος πρωτίστως στο διάλογο αυτό εκφράζει τα προσωπικά του αισθήματα και την απογοήτευσή του από την τόσο άδικη συμπεριφορά ενός λαού, τον οποίο τόσο είχε αγαπήσει και θαυμάσει.

Καμία λοιπόν συμπάθεια η συνεργασία δεν μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα στον τόσο ακέραιο στο χαρακτήρα και στη συμπεριφορά Αρχιεπίσκοπο και σ' ένα στρατό κατοχής, που τόσο κατάφωρα παραβίαζε την ελευθερία και τα δικαιώματα ενός ολόκληρου λαού.

Η αντίδραση όμως του Χρυσάνθου ένα­ντι των Γερμανών δε μπορεί να αποδοθεί σε αυθόρμητη αντίδραση κατά των κατακτητών. Η συναίσθηση της ευθύνης του έναντι του ποι­μνίου του ήταν τέτοια που με καμία δύναμη δε θα άφηνε τον εαυτό του να ενεργήσει σπασμωδικά και χωρίς να υπολογίσει τις συ­νέπειες. Άλλωστε το κόστος από μία τέτοια άκαμπτη και απόλυτη στάση θα ήταν πρώτα πρώτα για τον ίδιο πολύ μεγάλο. Ο ίδιος όμως είχε δηλώσει σχετικά πως όχι μόνο το θρόνο του αλλά και τη ζωή του την ίδια ήταν πρόθυ­μος να θυσιάσει, αν χρειαζόταν, προκείμενου να μείνει πιστός στο καθήκον του, όπως του­λάχιστον το αντιλαμβανόταν αυτός.

Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η στάση του Χρυσάνθου ήταν αποτέλε­σμα σοβαρής σκέψης και απόφασης να μην κάνει καμιά υποχώρηση στις αρχές του και να μην έχει την παραμικρή συνεργασία με τους Γερμανούς, αντίθετα να τους αντιμε­τωπίσει με εθνική υπερηφάνεια και άφοβη ανδροπρεπή στάση αν όχι ακόμη και με πε­ριφρόνηση, γνωρίζοντας επακριβώς τις συ­νέπειες τις οποίες θα προκαλούσε η στάση του αυτή. Και τελικά δεν τις απέφυγε.

Το αν αυτή η στάση και η εν συνεχεία συ­μπεριφορά και δράση του Χρυσάνθου ωφέ­λησαν τον ελληνικό λαό, θα το εξετάσουμε εν συντομία στην επόμενη ενότητα.

Η σημασία των πράξεων του Χρύσανθου για την εκκλησία και το Έθνος

Ήταν ευτυχής η συγκυρία ή καλύτερα η Πρόνοια του Θεού να βρίσκεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών, κατά την είσοδο των Γερμανών, ένας άνδρας του χαρακτήρα και του ψυχικού μεγαλείου του Χρυσάνθου. Το μόνο αίσθημα το οποίο αδυ­νατεί ο ιστορικός να ανιχνεύσει στην ψυχή του μεγάλου και γαλήνιου αυτού Ιεράρχη κατά τις ημέρες εκείνες είναι ο φόβος και η δειλία. Μισούσε τη δειλία όσο τίποτε άλλο, γιατί αυτή ευτελίζει την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο(55).

Αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο ελληνι­κός λαός την ώρα εκείνη της κατάρρευσης και της απελπισίας, όταν μετά τόσους αγώ­νες και τόσες θυσίες έβλεπε τη χιτλερική σημαία να κυματίζει πάνω στο βράχο της Ακροπόλεως, δεν ήταν ασφαλώς διαπραγμα­τεύσεις για καλύτερες συνθήκες σκλαβιάς και κατοχής. Αυτό που ζητούσε ήταν μία πράξη τόλμης, ένα μήνυμα για να συνεχίσει να ζει και να ελπίζει για μία ελεύθερη και πάλι Ελλάδα, μία κίνηση που θα έδειχνε πως ο λαός αυτός διαθέτει αξιοπρέπεια και ψυχικά αποθέματα για να αντισταθεί και να νικήσει. Αυτήν ακριβώς τη δύναμη του χάρισε ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, με την ηρωική του απόφαση να μην υποδεχθεί τους Γερμανούς, να μην ορκίσει τη γερμανόδουλη Κυβέρνηση και να φερθεί με θάρρος και τόλμη στη συνάντησή του με τον πανίσχυρο Γερμανό στρατηγό - κατακτητή. Ο Χρύσαν­θος με τη στάση του αυτή αναδεικνύεται πρώτος Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, που δίνει το σύνθημα για μία ηρωική, αξιο­πρεπή, εθνικά υπερήφανη αντίσταση κατά του κατακτητή.

Ο Α. Τερζόπουλος στον επικήδειο λό­γο του, προ της σορού του Χρυσάνθου, το 1949, λέγει χαρακτηριστικά πως και χωρίς τα περιστατικά αυτά της αντιστάσεως του Χρυσάνθου ήταν αναπόφευκτη η εκθρόνισή του από τις κατοχικές αρχές. «Οι επιδρομείς ήσαν αφορήτως σκαιοί, αυτός δε από μεταλλον άκαμπτον». Αφορμές για να παραι­τηθεί θα αναπηδούσαν ανά πάσαν στιγμή. Ο Χρύσανθος έσπευσε να επωφεληθεί της πρώτης ευκαιρίας που του προσφέρθηκε, γιατί θεώρησε καθήκον και χρέος του, από την υψηλή θέση που κατείχε, να δώσει ακριβώς το μήνυμα αυτό πως η κατοχή δεν είναι το τέλος, ο αγώνας συνεχίζεται, και ότι άλλο τέλος δεν είναι νοητό παρά μόνο η ανάκτηση της Ελευθερίας(56).

Ο Χρύσανθος εξ αιτίας της στάσεώς του αυτής αντικαταστάθηκε από τους κατα­κτητές στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο ίδιος όμως συνέχισε την ίδια αλύγιστη και εθνικά υπερήφανη στάση του όλα αυτά τα χρόνια της κατοχής. «Και εις τας φοβερωτέρας στιγμάς των δισταγμών και των κάμψεων σωμά­των και ψυχών κόσμος πολύς προσήρχετο εις το ερημητήριον της οδού Σουμελά για να αντλήση πίστιν, καρτερίαν και ελπίδα», σημειώνει στον αποχαιρετιστήριο λόγο του προς τον νεκρό Χρύσανθο ο τότε υπουργός Δημοσίων έργων Στ. Νικολαΐδης(57).

Η απήχηση που είχε η ηρωική στάση του Χρυσάνθου εκδηλώνεται με το μεγάλο σεβασμό και την αναγνώριση της προσφο­ράς του από τον ελληνικό λαό, που ξέρει να τιμά τους αληθινούς ποιμένες του και να ακολουθεί το παράδειγμά τους.

Η ωφέλεια όμως είναι μεγάλη και για την ίδια την Εκκλησία η οποία αποδεικνύε­ται για άλλη μία φορά πως ξέρει να συνεχί­ζει την παράδοση των μεγάλων μαρτυρικών ιεραρχών, όπως του Γρηγορίου του Ε', του Χρυσοστόμου Σμύρνης και τόσων άλλων, και γνωρίζει να επιτελεί την υψηλή απο­στολή της σε καιρούς χαλεπούς.

Η απόφασή του βέβαια να έλθει σε ρήξη με τους Γερμανούς έφερε την ανατροπή της εκκλησιαστικής κανονικότητας που εκ­προσωπούσε μέχρι τότε ο ίδιος. Όσο όμως κι αν διαφωνούσε με την νέα εκκλησιαστική κατάσταση, ποτέ δε στάθηκε εμπόδιο στην απρόσκοπτη επιτέλεση της εκκλησιαστικής και εθνικής της αποστολής, έστω και υπό άλλον Αρχιεπίσκοπο.

Ασφαλώς αν παρέμενε ο Χρύσανθος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, θα είχε αποφευ­χθεί η ανάμειξη της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα και η ανάληψη κυβερνητικών θέ­σεων από τον Αρχιεπίσκοπο, ενέργεια την οποία ο Χρύσανθος θεωρούσε αντικανονική και απαράδεκτη. Πάντως και με τον Χρύσαν­θο και με τον Δαμασκηνό, όσο διαφορετικοί και αν ήταν οι δύο αρχιεπίσκοποι, η Εκκλη­σία απετέλεσε την υψηλή αποστολή της στους δύσκολους εκείνους καιρούς και υπηρέτησε με ηρωικό τρόπο το μαρτυρικό της ποίμνιο.

Όπου στην εργασία μας αντιπαραθέσα­με τη στάση του Χρυσάνθου έναντι αυτής του Δαμασκηνού δεν ήταν ασφαλώς για να υποτιμήσουμε τον ηρωισμό ή την προσφορά του δευτέρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκη­νός μπορεί να όρκισε τις κατοχικές Κυβερ­νήσεις, να συνεργάστηκε με τις αρχές στα χρόνια της Κατοχής, αλλά ενεργούσε προς όφελος του ελληνικού λαού και του Έθνους, και πάντα με κίνδυνο να χάσει κι αυτός τη θέση του αλλά και τη ζωή του. Όπως μάλι­στα έλεγε και ο αείμνηστος Γ. Παπανδρέου, ο Δαμασκηνός «όρθωσε το ανάστημά του, έδωσε γόητρο στην Εκκλησία και χρήσιμος υπήρξε στο Έθνος»(58).

Η διαφορά του Χρυσάνθου με το Δαμασκηνό ήταν πως ενώ του δευτέρου την αντιστασιακή δράση τη διαδέχτηκε η αναγνώριση, η δόξα και η εξουσία, τον ηρωισμό του Χρυσάνθου τον διαδέχτηκε η αφάνεια και η περιθωριοποίηση, τόσο από τις κατοχικές όσο και από τις πρώτες μεταπολεμικές ελληνικές αρχές. Πάντως και για τους δύο η ιστορία αναγνωρίζει περίο­πτη θέση και μέσω αυτών αναγνωρίζει τη μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας προς το Έθνος στις πραγματικά δύσκολες εκείνες ιστορικές συνθήκες.

1 Π. Στάμου, σ. 38.

2 Θ. Στράγκα Δ', σ. 2326.

3 Το κείμενο του διαγγέλματος δημοσιεύεται από τον Θ. Στράγκα Δ' (σ. 2326-27) και εχει ως εξής: «Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας, ίνα αποδυθώμεν εις τον άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της πατρίδος ευπειθούν εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού και θα σπεύσουν εν μια ψυχή και καρδία, να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν, ούτω, την απ' αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυνάμενων αποκτείναι, ας φοβώμεθα δε μάλλον από τον δυνάμενον την ψυχήν και το σώμα απολέσαι. Επιρρίψομαι επί Κύριον την μέριμναν ημών και αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία ημών μεγαλυνθησώμεθα. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός είη μετά πάντων ημών».

4Στ. Κανονίδη, Χρύσανθος 2, σ. 759.

5 Διονυσίου, Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών, «Η Αντίστασις του Ελληνικού Κλήρου κατά τον Β' Παγκόσμιον Πόλεμον και την Κατοχήν», ΘΗΕ 2 (1963), στ. 930.

6 Αν. Παπαδοπουλου, σ. 225.

7 Γ. Τασούδη Β', σ. 431-2.

8 Γ. Τασούδη Β', σ. 433.

9 Αν. Παπαδοπούλου, σ. 225.

10 Γ. Τασούδη Β', σ. 375.

11 Γ. Παρασκευοπούλου, σ. 328.

12 Γ. Παρασκευοπούλου, σ. 328.

13 Γ. Τασούδη Β', σ. 377.

14 Δεν κατέβηκε στην είσοδο της Αρχιεπισκοπής, αλλά είχε δώσει εντολή στον Αρχιδιάκονο να τους αναμένει και να τους συνοδεύσει επάνω. Βλ. μαρτυρία του τότε Αρχιδιακόνου(και νυν Μητροπολίτη Πατρών) Νικοδήμου Βαλληνδρά, στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 1999, σ. ιγ'.

15Γ. Τασούδη Β', σ. 378.

16Γ. Παρασκευοπούλου, σ. 328.17 Νικοδήμου Βαλληνδρά, σ. ιγ' και ιδ' και Γ. Τασούδη Β', σ. 378.

18Γ. Τασούδη Β', σ. 380.

19Γ. Τασούδη Β', σ. 380 και Γ. Παρασκευοπούλου, σ. 329.

20Γ. Τασούδη Β', σ. 381.

21 Νικοδήμου Βαλληνδρά, σ. ιδ'.

22 Το φύλλο της «Εκκλησίας» προφανώς έσπευσε να προμηθεύσει στους Γερμανούς ο Δ. Πετρακάκος, πρώην βασιλικός επίτροπος παρά την Ι. Σύνοδο και επίτροπος επικρατείας στη «Μείζονα» Σύνοδο, σφοδρός πολέμιος του Χρυσάνθου και υποστηρικτής του Δαμασκηνού, ο οποίος και προσπάθησε από την πρώτη ημέρα να προ­σεταιρισθεί τους κατακτητές, για να πετύχει εκτός των άλλων και τη ρύθμιση του «εκκλησιαστικού» κατά τις επιθυμίες του. Βλ. Γ. Τασούδη Β', σ. 382.

23 «Συνεδέετο μετά του αειμνήστου Στρατηγού Τσολάκογλου και της οικογενείας του στενώτατα και οικειώτατα από της εν Κορίνθω διακονίας του ως Μητροπολίτου» (Κ. Λογοθετόπουλου, Ιδού η Αλήθεια, Αθήναι,1948, σ. 203).

24 Γ. Τασούδη Β', σ. 383.

25 Αν. Παπαδοπούλου, σ. 227.

26 Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής στο θ. Στράγκα Δ', σ. 2327, 8.

27 Γ.Τασούδη,Β’,σ.384.

28 Δώδεκα από τους οποίους μάλιστα είχαν ψηφίσει τον Χρύσανθο για Αρχιεπίσκοπο(Γ.Καραγιάννη, σ.62)

29 Γ.Τασούδη,Β’,σ.386.

30 Θ.Στράγκα Δ’,σ.2344

31 Γ.Τασούδη,Β’,σ.388.

32 Δωροθέου Λευκάδος, σ. 326.

33 Γ. Τασούδη Β', σ. 388.

34 Αν. Παπαδοπούλου, σ. 228.

35 Βλ. Κ. Πυρομάγλου Α', σ. 556 και 577, όπου και μαρτυρία του Ε. Τσουδερού.

36 «Χωρίς την έγκρισιν του Μητροπολίτου Χρυσάνθου δεν λαμβάνεται καμμία απόφασις, πολιτικού η στρα­τιωτικού περιεχομένου» (Κ. Πυρομάγλου Α', σ. 561).

37 Κ. Βοβολίνη, «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1952,σ. 270.

38 Κ. Πυρομάγλου Α', σ. 557.

39 Ο ιστορικός Δημήτριος Γατόπουλος δημοσιεύει την αφήγηση του Κωνσταντίνου Βοβολίνη προς τον ίδιο σχε­τικά με τον Χρύσανθο: «...Μέσα Μαΐου 1942. Σούρουπο μ' ανοιξιάτικη επίμονη ψιλή βροχούλα, ο ένας ύστερα απ' τον άλλο, οι τρεις μας, ο Λάζαρος Πηνιάτογλου, ο Γιάννης Μήλιος και εγώ, μπήκαμε στο ερημητήριο ενός ανθρώπου που τόσο Έλληνας στάθηκε: Στο σπιτάκι του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου (Σουρμελή (sic) 3), κοντά στο τέρμα της Κυψέλης. Σε λίγες ημέρες η εφημερίδα μας θα κυκλοφορούσε, το «Ελληνικό Αίμα», και θέλαμε να βγούμε με τις ευλογίες της Εκκλησίας. Του είπαμε τις σκέψεις μας και τις αποφάσεις μας. Του δια­βάσαμε το πρώτο άρθρο μας, γραμμένο από τον Πηνιάτογλου, «Οι πελιδνοί». Έλεγε δια τους Γερμανούς, «που τσακισμένοι πια ετοιμάζοντο να φύγουν» - ένα άρθρο που αργότερα, δύο φορές μετεδόθη απ' το Ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου. Κι όμως οι Γερμανοί τότε ευρίσκοντο στην αποθέωσί τους. Για όλον τον κόσμο, εκτός από τους Έλληνες... Ενθουσιάστηκε ο βιβλικός ιεράρχης. Τα μάτια του δάκρυσαν: «Δεσπότη μας θέλουμε την ευχή σας». Απάντησε: «Να 'χετε την ευχή μου, παιδιά μου, μέσ' απ' το βάθος της ψυχής μου. Να 'ναι πάντα ο Θεός και η Παναγία μαζί σας...» Μας έδωσε τρεις μικρές εικόνες της Μεγαλόχαρης με την υπογραφή του. Και η ευχή του εισηκούσθη» (Δ. Γατόπουλου, Ιστορία της Κατοχής, έκδοση β', Μέλισσα, Αθήνα χ.χ., σ. 306-7).

40 Στ. Κανονίδη, Χρύσανθος1, σ. 316.

41 Στ. Κανονίδη, Χρύσανθος1, σ. 316.

42 Γ. Τασούδη Β', σ. 388-389.

43 "Τρεις Ιεράρχαι", Ιούλιος 1913, φ.183, σ. 640, από το θ. Στράγκα Δ', σ. 2353.

44 Βλ. ανωτέρω, σ. 6.

45 Στ. Κανονίδη, Χύσανθος1, σ. 315.

46 Δωροθέου Λευκάδος, σ. 326.

47 Αν. Παπαδοπούλου, σ. 225.

48 Ο καθηγητής Κ. Μπόνης (Εκκλησία, ΜΖ (1970), σ. 542) αναφέρεται στη πρώτη συνάντησή του με το Χρύ­σανθο το 1937 στο «δυσπεριγράπτου απλότητος» γραφείο του Χρυσάνθου και στην βαθύτατη εντύπωση που του προκλήθηκε «επί τη αντικρίσει της επιβλητικής, όσον και γλυκυτάτης μορφής του ανδρός».

49 Όταν στις 6 Ιανουαρίου 1938 έλαβε πρόσκληση από τον Άγγλο πρέσβη για δεξίωση στις 11 του μηνός στην Πρεσβεία, όπου καλεσμένη ήταν και η βασιλική οικογένεια, απάντησε πως «επειδή υποθέτω πως η εσπερίς θα έχει μάλλον κοσμικόν χαρακτήρα, παρακαλώ να επιτρέψητε εις εμέ ως κληρικόν να μην προσέλθω» (Π. Στάμου, σ. 55).

50 Πρώτη αποστολή του Χρυσάνθου ήταν να εφαρμόσει το κοινοβιακό σύστημα στην πατριαρχική Μονή Σουμελά του Πόντου κατ' απόφαση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και κατ' ανάθεση του Μητροπολίτη Κωνσταντίου. Αν. Παπαδοπούλου, σ. 209, 210.

51 Βλ. ανωτέρω, σ. 5.

52« Ενθυμούμαι ότι το 1916, ότε ήμην Μητροπολίτης Τραπεζούντος και προσωρινός Διοικητής του τόπου, και επί τη προσεγγίσει των Ρώσων, οίτινες ήρχοντο εις Τραπεζούντα ως ελευθερωταί και όχι ως δουλωταί πάλιν δεν μετέβην ο ίδιος να παραδώσω την πόλιν αλλά έστειλα ένα απλούν πολίτην μετά του Αμερικανού Προξένου...» (Γ. Τασούδη Β', σ. 371).

53 Στ. Κανονίδη, Χρύσανθος1, σ. 316.

54 Γ. Τασούδη Α', σ. 56.

55 «Ο ίδιος ηλεκτρίζετο από τον κίνδυνο. Και μπορούσες να είσαι βέβαιος, ότι την ώρα της απόφασης από τις λύσεις που είχε να διαλέξει θα προτιμούσε την πιο γενναία. Αλήθεια, μέσα στο ασθενικό εκείνο σώμα εκατοικούσε ατρόμητη ψυχή»( Στ. Κανονίδη, Χρύσανθος1, σ. 316).

56 Συντάξεως, Χρονικά, σ. 265.

57 Συντάξεως, Χρονικά, σ. 261.

58 Ηλ. Βενέζη, σ. 20.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγές

* Τασούδη Γ, Α' = «Βιογραφικοί Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος, 1881-1949», επιμέλεια και έκδοση υπό..., Αθήνα 1970.

* Τασούδη Γ, Β' = «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος, Η εθνική και Εκκλησιαστική Δράσης του 1926-1949» (εκ του αρχείου του) βιβλίο δεύτερο, επιμέλεια και έκδοση υπό..., Αθήνα 1972.

* Τασούδη Γ, Γ' = «Άρθρα και Μελέται Χρυσάνθου Αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Τραπεζούντος, 1911-1949», υπό..., βιβλίο τρίτο, Αθήναι 1977.

Βοηθήματα

* Ατέση Β. = Βασιλείου Ατέση, «Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, από του 1833 μέχρι σήμερον», τ. Α'-Γ, εν Αθήναις 1948-1969.

* Βαλληνδρά Νικοδήμου = Νικοδήμου Βαλληνδρά, Μητροπολίτου Πατρών, «Η Εκ­κλησία εις τον Αγώνα και την Αγωνίαν του Έθνους», Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 1999, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σσ. θ'-ιγ'.

* Βενέζη Ηλ. = Ηλ. Βενέζη «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Οι χρόνοι της δουλείας», εκδ. Εστίας, Αθήνα 1981.

* Βοβολίνη Κ. «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1952.

* Γατοπούλου Δ., «Ιστορία της Κατοχής», εκδ. β', «Μέλισσα», Αθήνα χ. χρ.

* Διονυσίου, Μητροπολίτου Λήμνου, «Ο Αθηνών Χρύσανθος», Ανάπλασις 1954, φ. 24, 351.

* Διονυσίου, Μητροπολίτου Τρίκκης και όταγών (από Λήμνου), « Η Αντίστασις του Ελληνικού Κλήρου κατά τον Β' Παγκόσμιον Πόλεμον και την Κατοχήν», ΘΗΕ 2 (1963) 930-939.

* Δωροθέου Λευκάδος = Δωροθέου Παλλαδινού, Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης, «Επιμνημόσυνος εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρύσανθον», Ενορία Δ' (1949) 326-327.

* Κανονίδη ότ., Χρύσανθος1 = ότ. Κανονίδη, «Χρύσανθος», Ανάπλασις 1954, φ. 22, 314-317.

* Κανονίδη ότ., Χρύσανθος 2 = ότ. Κανονίδη, «Χρύσανθος Φιλιππίδης» Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τ.18, Αθήναι χ. χρ., σ. 759-760.

* Καραγιάννη Γ. =  Γ. Καραγιάννη, «Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Ιστορική επισκόπηση των Σχέσεων τους», εκδ. «Το Ποντίκι», Αθήνα 1997. * Κύρου Αχ., «Σκλαβωμένοι Νικηταί», Αθήναι 1945.

* Κωνσταντινίδη I. = I. Κωνσταντινίδη «Χρύσανθος», ΘΗΕ 12 (1968) 397-401. * Λογοθετόπουλου Κ., «Ιδού η Αλήθεια», Αθηναι,1948.

* Ματθαιάκη Τίτου, «Η Συμβολή του Ορθοδόξου Κλήρου εις τον Πόλεμον 40-41», Εκκλησία ΛΑ' (1954) 320-367.

* Μπόνη Κ. Γ., «Χρύσανθος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος» (1881-1949), Εκκλησία ΜΖ' (1970) 541-548.

* Ξενογιάννη Κ. Ν., «Η Εκλογή των Αρχιεπισκόπων Δαμασκηνού και Χρυσάνθου εξ Απόψεως Κανονικής», Αθήναι 1959.

* Παπαδόπουλου Αν. = Αρχιμ. Ανθίμου Α. Παπαδόπουλου «Χρύσανθος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο από Τραπεζούντος(1881-1949)», Αρχείον Πόντου ΙΔ (1949) 209-234.

* Παπαμιχαήλ Γρ., «Ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος», (Λόγος επικήδειος), Νέα Εστία ΜΣΤ' (1949)1361-62.

* Παρασκευοπούλου Γ. = Αρχιμ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου «Ο Χρύσανθος και η «υποδοχή» των Γερμανών», Ανάπλασις 1954, φ. 23, 328-329.

* Πυρομάγλου Κ. = Κ. Πυρομάγλου, «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του 1934­57», τ. Α'-Β', εκδ. «Ιστορική Ερευνά», Αθήναι 1965.

* Ράλλη Γ., Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του Τάφου, Αθήναι 1947.

* Σταθάκη Β., «Χρύσανθος Φιλιππίδης», Ακτίνες 42 (1979) 250-251.

* Στάμου Π. = Π. Γ. Στάμου, «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσαν­θος ο από Τραπεζούντος (1881-1949)», Αθήναι 1994.

* Στράγκα Θ. = Αρχιμ. Θεοκλήτου Α. Στράγκα, «Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967», τ. Α'-ΣΤ', Αθήναι 1969-1980.

* Συντάξεως, Χρονικά = Συντάξεως «Χρονικά», Αρχείον Πόντου ΙΔ' (1949) 259-266.