Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

«Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ’ επήγαν, και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας»

«Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ’ επήγαν, Και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας».
«Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ’ επήγαν, και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας».

O ελληνικός Πόντος θρήνησε με πολλά τραγούδια την άλωση της πόλης και τη δική του σκλαβιά: Στο τέλος των θρήνων όμως, τις περισσότερες φορές κρύβεται ο σπόρος της ελπίδας για την εθνική αποκατάσταση, έρχεται η κάθαρση. Οι κάτοικοι του Πόντου, οι εργάτες της γης του Θεού, όλους αυτούς τους αιώνες δεν λιποψύχησαν, πάλεψαν σκληρά. Οι σφαγές, οι αιχμαλωσίες, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, ο Κρυπτοχριστιανισμός, η αρπαγή της περιουσίας, η αναγκαστική φυγή σε Ανατολή και Δύση, και όλα τα άλλα βασανιστικά μέτρα τουρκοποίησης των υπόδουλων Ελλήνων δεν ήταν αρκετά για να ξεριζωθεί ο σπόρος του ποντιακού Ελληνισμού, αυτός που αναβιώνει στα τραγούδια του μεγάλου πόντιου τραγουδιστή Χρύσανθου, του ανθρώπου που ζωντανεύει τους καημούς, τους πόθους και τα «πάθια» ενός ολόκληρου λαού.

Γιατί μέσα από τα τραγούδια του ανασαίνει αυτό το σπουδαίο ιδανικό, ο σπόρος της ελευθερίας, ο σπόρος του Ελληνισμού, αυτός που άντεξε και αντέχει στο μικρασιατικό Πόντο τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτό το ιδανικό που συντηρούν αλώβητο οι άγρυπνοι ακρίτες του Πόντου στις νέες τους πατρίδες.

Γιατί η μουσική του Χρύσανθου με τους κυματισμούς της ψυχής που αναδύει μέσα από τα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου μιας ολόκληρης φυλής καταφέρνει να πολεμήσει όλα τα κακά των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα στο αισθησιακό περιβάλλον που οικοδομεί νικά την αλαζονεία της εξουσίας, το φιλοχρηματισμό, τον κομματικό ραγιαδισμό, και όλα αυτά που αποτελούν την πηγή του κακού μέσα μας. Και μαζί με την καταπολέμηση των αρνητικών στοιχείων του σύγχρονου κόσμου μας, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο γαλήνης, μας ταξιδεύει στις μακρινές μας πατρίδες, στα πλαίσια μιας ενορατικής σύλληψης του χώρου που αγαπήσαμε μέσα από τις μνήμες των παλιότερων και μας θυμίζει ότι είμαστε το ηρωϊκότερο τμήμα του ακριτικού Ελληνισμού με ξεχωριστή ιστορία, πολιτισμό και φυσιογνωμία. Και μας συντροφεύει και μας ενισχύει στον πόθο να ξεσηκωθούμε όλοι μαζί για να διεκδικήσουμε ισότιμα με τα άλλα διαμερίσματα του Ελληνισμού το δικαίωμα στην ιστορική γνώση.

Γιατί ο Χρύσανθος δεν πέθανε, κοιμάται μέσα μας, είναι αυτός που χρωματίζει τα όνειρά μας, αυτός που τραγουδά τη σκέψη μας και μας θυμίζει ότι αυτόν τον καιρό που έχομε πια κερδίσει για το ήθος και την εργατικότητά μας την κοινωνική καταξίωση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των συνελλήνων είναι καιρός να απαιτήσομε την ανάδειξη , αξιοποίηση και προστασία της ανεκτίμητης περιουσίας μας που δεν είναι άλλη από την ιστορία και τον πολιτισμό μας.

Ας κλείσομε τα μάτια και ας βυθιστούμε στον αισθαντικό κόσμο του Χρύσανθου. Ας δούμε με τα μάτια της δικής του ψυχής το μακρινό τοπίο του Καρς. Ας αφουγκραστούμε μέσα από την πανδαισία των μουσικών του περιηγήσεων τους καημούς των απλών καθημερινών ανθρώπων, των πατεράδων, των παππούδων, που μας κληροδότησαν το όνειρο της πατρίδας. Κι ας ερμηνεύσουμε τις νότες αυτές ως κραυγή του μεγάλου τραγουδιστή που αναρωτιέται μέσα από το φως της μουσικής του: Ως πότε ο σπόρος της ελπίδας θα ανέχεται τις λευκές σελίδες της ιστορίας;

Σήμερα που έχουμε συνθλιβεί μέσα στις στείρες βιοτικές μας μέριμνες, σήμερα που η καθημερινότητα πολεμά την αλήθεια της ιστορίας, και ο Ελληνισμός αναζητά τη δική του ταυτότητα μέσα σε ένα ισοπεδωτικό πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα που συνθλίβει την σκέψη και υποτάσσει τις όποιες ιδιαιτερότητες σε δεδομένα σχήματα και εθνικιστικές σκοπιμότητες, το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών. Η συγκινητική συνειδησιακή αφύπνιση του ποντιακού στοιχείου είναι προϊόν της μουσικής του, αφού αυτή θα σημάνει το νικητήριο σάλπισμα. Ένα σάλπισμα που θα αποτελέσει ιστορική παρακαταθήκη για όλους τους πόντιους. Σάλπισμα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού. Και ο Χρύσανθος θα βρίσκεται τότε στη θέση του Τυρταίου της ποντιακής μας παράδοσης.

Είναι αλήθεια ότι γεωστρατηγικά και οικονομικά παιχνίδια φυλάκισαν τα οράματα και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης. Οι Καιροί όμως έχουν αλλάξει. Οι Κούρδοι από ορεσείβιοι Τούρκοι απόκτησαν επίσημα πια και από το στρατοκρατικό κατεστημένο της Τουρκίας την εθνική τους ταυτότητα. Σήμερα επιτρέπεται η διδασκαλία της γλώσσας και του πολιτισμού τους. Έχουν πια δική τους τηλεόραση. Στην ίδια λογική κινούνται και οι αφυπνισθέντες ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι του Πόντου που αγωνίζονται να συντηρήσουν τη ρωμαϊκή μουσική και τα τραγούδια, σε πείσμα των προθέσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας.

Σε μια ιστορική λοιπόν συγκυρία όπως η σημερινή, στα πλαίσια της οποίας η ιδεολογία του οικουμενικού Ελληνισμού εκφυλίστηκε όχι μόνο σε μίζερο και νωθρό ελλαδισμό, αλλά σε άχρωμη και ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, με αναίρεση των αξιών και άρση των συνεκτικών δεσμών με την παράδοση, σε μια περίοδο που το κέντρο βάρους μετατέθηκε σε οικονομίστικες αξίες, από τις οποίες εξαρτήθηκε η ατομική καταξίωση, ο Χρύσανθος με την ξεχωριστή ερμηνεία του ποντιακού τραγουδιού που επιχείρησε αισθητοποίησε τα οράματα με νότες, κυριάρχησε στο στίχο, στην αλήθεια, στην ψυχή μας. Και κατοίκησε στο πιο αληθινό κομμάτι της ψυχής μας.

Γιατί ο ποντιακός Ελληνισμός, σε αυτή τη μακριά διαδρομή του στην ιστορία έπεσε στις ξέρες της μακρόχρονης βαρυχειμωνιάς, αυτής που εμπόδισε τα λουλούδια της ψυχής να ανθήσουν και να ευωδιάσουν. Σε αυτό το τοπίο ο Χρύσανθος στάθηκε με τη μουσική του το πέρασμα της άνοιξης, η ψυχή μας, η δική μας αλήθεια. Με τη δική του συντροφιά ανθίσαμε, γαλουχηθήκαμε, παλέψαμε τα στοιχεία και τα στοιχιά. Θα έλεγα ότι μέσα από αυτήν ανδρωθήκαμε.

Κι αν ο ύμνος ο πρέπων έπρεπε να προηγηθεί για τον μεγάλο αοιδό, τον Όμηρο του ποντιακού Ελληνισμού, ήρθε η ώρα να τον γνωρίσουμε ως άνθρωπο, μια διάσταση πιο κοντινή στη δική μας αίσθηση.

Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1934 στην Οινόη Κοζάνης από γονείς αγρότες που κατάγονταν από το χωριό Πεζιρκιάν Κιασίτ του Καρς.

Γνωστό είναι ότι μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 χιλιάδες Έλληνες από την περιφέρεια Αργυρούπολης ακολούθησαν το ρωσικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Αυτούς τους μιμήθηκαν σε λίγο και άλλοι από την Κολωνία, τη Νικόπολη, και τη Νεοκαισάρεια. Στην περιφέρεια Καρς η ρωσική διοίκηση του Καυκάσου διόρισε έναν τοπογράφο συνταγματάρχη, τον Περέντσοφ, έναν αντιστυνταγματάρχη μηχανικό, τον Πελεγκάρ και έναν στρατηγό, τον Χασίμ Πέκωφ να επισκεφθούν με 3 ακολούθους τους τα 76 χωριά του Αντικαυκάσου περιοχής Καρς όπου είχαν μεταναστεύσει οι Έλληνες του Πόντου και να καθορίσουν τα μέτρα για την αποκατάστασή τους. Ως τότε ούτε όρια μεταξύ των χωριών υπήρχαν, ούτε σχέσεις με το κράτος. Οι τεχνικοί της Αντιπροσωπείας έπαιρναν από το κάθε χωριό κατάσταση του αριθμού των ελληνικών οικογενειών και των μελών τους και παρέδιδαν σε κάθε οικογένεια τον κλήρο σε καλλιεργήσιμη γη, διαχώριζαν τα σύνορα των χωριών και καταγράφανε τις ανάγκες σε καλλιεργητικά μέσα. Αν οι Καρσλήδες δήλωναν ότι επιθυμούσαν την τουρκική υπηκοότητα το ρωσικό κράτος δε θα τους επιστράτευε θα τους εγκαθιστούσε, θα τους παραχωρούσε κλήρο , κατοικία, θα όριζε τους φόρους και δε θα ανακατευόταν στην εκπαίδευση και το εκκλησιαστικό τους καθεστώς. Οι περισσότεροι όμως δήλωναν ότι αποποιούνταν την οθωμανική υπηκοότητα και ασπάζονταν τη ρωσική.

Στις 9 Ιουνίου 1879 οι Αντιπρόσωποι 40 ελληνικών οικογενειών Αθανάσιος Σεμερτζίδης και Χαράλαμπος Σπυριδωνίδης ζήτησαν από τον στρατιωτικό Διοικητή της περιφέρειας Καρς να μετοικήσουν στο χωριό Μπερζηκιάν-Κετσηνζ της επαρχίας Ταχτσίνσκ επειδή υπήρχαν κατάλληλες συνθήκες για την ίδρυση οικισμού. Αιτία της μετακίνησης ήταν η αδυναμία συμβίωσής τους με Τούρκους, Κούρδους και Τσετσένους. Στην αίτηση δήλωναν ότι δε θα ζητούσαν παρά οικοδομικά υλικά από τη ρωσική κυβέρνηση. Μέσα σε αυτούς που ζητούσαν την εγκατάσταση ήταν και οι γονείς του Χρύσανθου.

Η περιοχή του Καρς, την οποία ο ρώσος Δουρβονώ ονόμασε ελληνικότατη, κατοικούνταν από Τούρκους, Αρμένιους και Έλληνες οι οποίοι πληθυσμιακά αποτελούσαν το τρίτο σε ποσοστό στοιχείο της περιοχής. Οι Έλληνες διέθεταν τα 100 από τα 205 κυβερνητικά σχολεία και παράλληλα σε ανεπίσημα σχολεία οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας δίδασκαν κρυφά στους ρωμιούς ελληνικά.

Το χωριό Μπεζιρκιάν Κεζίτ είχε την εκκλησία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης χτισμένη στο Βορειοδυτικό μέρος της πλατείας του χωριού, με γυναικωνίτη, μακρύ κωδωνοστάσιο, ύψους 15 μέτρων, 3 καμπάνες, πέτρινους τοίχους ασβεστωμένους και κόκκινη βαμμένη στέγη. Ως το 1914 στο χωριό ήταν ιερέας ο παπα-Κωνσταντίνος, έπειτα ο Ιωάννης Σαχταρίδης και από το 1916 ο Δημήτριος Τσαγκουλίδης. Την ημέρα της Παναγίας πήγαιναν στην Παναγιά της Λάλογλης.

Το σχολείο ήταν στα δυτικά του χωριού, είχε δύο αίθουσες, χωμάτινη στέγη και τα έσοδά του προέρχονταν από εισφορές και δωρεές. Το ενοίκιο για το κτίριο ανερχόταν σε 200-300 ρούβλια αρχικά και έπειτα σε 500-1000. Δάσκαλοι ήταν ο Σαλονικίδης, Ατματζίδης, Λαζαρίδης, Σαποντζής, Ταχτσιανίδης, Μουρατχανίδης, Τσιμπλινίδης, Κ.Κυνηγόπουλος. Από το 1884 λειτουργούσε μόνο ως ελληνικό και μετά ιδρύθηκε παράλληλα ρωσικό με 4 τάξεις και 1 προκαταρκτική.

Η ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία. Θέριζαν τον Ιούλιο τριμήνια σιτάρια, κιρίκ χωρίς άγανο, κόκκινο σιτάρι και άσπρο, κριθάρι, βίκο, γιλόφ. Πήγαιναν στα παρχάρια του Αρσενιάκ που τα νοίκιαζαν από τον Κούρδο Σόρο Μπεκ. 

Η πρώτη εγκατάσταση στο χωριό έγινε το 1862 και αφορά 30 οικογένειες προερχόμενες από το Κανάκ της Αργυρούπολης. Το 1879 ήρθαν οι 30 οικογένειες από το Σόπελι και οι 14 οικογένειες από την Αργυρούπολη. Ήταν εύποροι γεωργοί με πολλά κτήματα τόσα που συχνά τα θερισμένα στάχυα καλύπτονταν από τα χιόνια, αφού δεν προλάβαιναν να τα αλωνίσουν. Ο παππούς του μαζί με τον αδερφό του διατηρούσε πολυκατάστημα στην πατρίδα. Αργότερα η γιαγιά του για να δείξει το πλήθος και την ποικιλία της πραμάτειας έλεγε: το παπάχις ερούζνεν, όταν ετέρνες σο ταβάν. Απαραίτητα για τους Πόντιους και ειδικά για τους Καρσλήδες κρίνεται η πνευματική καλλιέργεια, γι αυτό ο πατέρας του Χρύσανθου φοίτησε 3 χρόνια στο ρωσικό Γυμνάσιο. Στις 10 Δεκεμβρίου 1914 φεύγουν από το Καρς αλλά οι Τούρκοι τους γύρισαν πίσω. Στο δρόμο του γυρισμού ληστεύονται και κατευθύνονται στο Μασαρτζούχ και στο Ισλαμψόρ.. Στις αρχές του 1918 πηγαίνουν στο Πότι. Την 1 Ιουνίου 1918 κατευθύνονται με καράβι βόρια. Στις 3 Ιουνίου κατεβαίνουν στο Τουαψέ μπαίνουν στα τρένα και 4 Ιουνίου παν στο Κουπάν. Στις 5 Ιουνίου φτάνουν στο Γκρετσέσκογιε ή Νοχούτ του νομού Σταυρούπολης για προσωρινή εγκατάσταση. Τον Απρίλιο του 1919 πηγαίνουν στη Στάνιτσα Μπελορετσένκαγια του Κουπάν γιατί εκεί τα μέρη ήταν πλούσια. Το Νοέμβριο του 1919 συγκεντρώνονται στο Νοβοροσίσκ 116 οικογένειες από το Μπεζιρκιάν Κετζίτ.

Ως το 1919 ο μισός Ελληνισμός του Καρς ξεριζώθηκε και κατέφυγε στη Νότια Ρωσία και το Κουπάν, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Από τα 81 χωριά απέμειναν 43. Στην προσφυγιά ο Ελληνισμός αυτός κινδύνεψε με αφανισμό.

Οι Μπεζιρκιώτες μπαίνουν τον Ιανουάριο του 1920 στο πλοίο Ρέπουλη και καταλήγουν στο Καραμπουρνάκι. Το Μάϊο του 1920 καταφεύγουν στο Μαχραμλή έξω από τις Φέρρες, ενώ τον Μάρτιο του 1922 40 οικογένειες έρχονται στη Θεσσαλονίκη από όπου πηγαίνουν στο χωριό Ιλεσλή Κοζάνης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Οινόη. Οι τελευταίες οικογένειες από Νοβοροσίσκ και Βατούμ ήρθαν το Μάϊο του 1923. Στο Γενίκιοι Κιλκίς πήγαν οι Γρηγοριαδαίοι, Τζιοματζάντνων, Φαχάντων και το Ροδώνα Φλώρινας οι Θεοδωριδαίοι. Μέσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στην Οινόη ήταν και η οικογένεια του Χρύσανθου.

Δύσκολα τα παιδικά χρόνια του μεγάλου τραγουδιστή. Το παλιό τουρκικό σπίτι που τους παραχωρήθηκε κάλυπτε κάπως τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Τα 30 όμως στρέμματα χωράφια άγονα, που δεν αντιστάθμιζαν τον πλούτο της χαμένης πατρίδας δεν ήταν ικανά να θρέψουν τόσα στόματα. Γιαυτό ο πατέρας αναγκάζεται και ξενιτεύεται στον κάμπο της Βέροιας και της Λάρισας αφήνοντας την επίβλεψη των παιδιών στη γιαγιά, αφού και η γυναίκα του δούλευε σκληρά. Ο πατέρας του Χρύσανθου, θρησκευόμενο άτομο εκκλησιαζόταν συχνά και έψελνε. Καλλίφωνη ήταν και η γυναίκα του. Οι καλλιτεχνικές του ευαισθησίες δεν περιορίζονταν μόνο στο τραγούδι, σπάνια φωνή υψίφωνος, ζωγράφιζε και πολύ ωραία μα πάνω από όλα ήταν φιλοσοφημένο άτομο που έβρισκε την ευτυχία και την οικογενειακή γαλήνη με τα όπλα που του χάρισε η φύση. Έφτιαξε ένα ντέφι και όταν το βράδυ, ύστερα από τον κάματο της μέρας γινόταν η σύναξη της οικογένειας , έπαιζε και έβαζε το κάθε παιδί να τραγουδά ξεχωριστά με τη σειρά του. Κάποια μέρα περνώντας κάποιος έξω από το σπίτι και ακούγοντας αυτήν την πανδαισία από τις μελωδικές φωνές των παιδιών είπε: «Αβούτως να τρώει ψωμίν και έσχ και τερέν ντο τρανόν χαράν έσχ». Ο Χρύσανθος όμως ξεχώριζε. Από μαθητής δημοτικού τραγουδούσε πολύ ωραία. Όταν κάποτε εγκαταστάθηκαν στο χωριό στρατιώτες για ασκήσεις πολλές ώρες περνούσε μαζί τους για να τους διασκεδάσει τραγουδώντας. Συχνά πηγαίνοντας στην βρύση για νερό χρησιμοποιούσε το χωνί που θα γέμιζε τα φορτωμένα γαϊδουράκια μπετονάκια για μικρόφωνο και μεζέ την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του χωριού με μελωδίες. Άλλοτε έπαιρνε το χωνί του γραμμοφώνου για να ακούνε και οι 6 μαχαλάδες. Από μικρός ο Χρύσανθος ήταν υπάκουο παιδί και εργατικός, θέριζε και αυτός όσο μπορούσε και βοηθούσε σε διάφορες εργασίες. Μα οι συμφορές της πολύπαθης γενιάς των Ποντίων δεν είχαν τελειωμό. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο άρχισε μια ακόμα μεγαλύτερη συμφορά, μια οδυνηρή πραγματικότητα που έζησαν οι πρόσφυγες ξανά κυνηγημένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. 1947 μαίνεται ο εμφύλιος, ο αδερφοκτόνος πόλεμος που τόσο παραστατικά περιγράφει στις αδερφάδες του ο μεγάλος Καζαντζάκης. Μια τέτοια μαύρη Κυριακή ήρθαν στην Οινόη χωροφύλακες μαζί με παρακρατικούς συνεργάτες των Γερμανών από τα γειτονικά χωριά Βαθύλακκος, και Λεύκαρα. Συνέλαβαν πολλούς αριστερούς και τους πήγαν φυλακή. Δυστυχώς ο πατέρας του Χρύσανθου δεν ήταν από αυτούς τους τυχερούς. Η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Ο περήφανος σταυραετός με τα έξι ανήλικα παιδιά μόλις 47 ετών θανατώθηκε με τον πιο ύπουλο, άνανδρο και απάνθρωπο τρόπο που θα αποτελεί όνειδος για την πολιτισμένη Ελλάδα. Τον εξαπάτησαν, του ζήτησαν δήθεν να τους συνοδέψει για να τους υποδείξει κάποια περιοχή και εκεί τον δολοφόνησαν με τα πιο φρικτά βασανιστήρια κάπου προς το χωριό Λεύκαρα. Τα παιδιά ζητούν τον φυσικό τους προστάτη από τις κρατικές αρχές την οποία ενημερώνουν. Τον βρήκαν μετά δυο μέρες εγκαταλελειμμένο δίπλα στο χωριό σε ένα χωράφι (προφανώς τον έφεραν νύχτα). Ήρθε η γυναίκα ιατροδικαστής και γνωμάτευσε ανακοπή καρδιάς (σύρμα σε αυτιά, βγαλμένα νύχια και μάτια, κομμένος σε διάφορα σημεία του σώματος με αλάτι που πήραν από το γειτονικό σπίτι). Τα σημάδια του βασανισμού μένουν ανεξίτηλα στον ψυχικό κόσμο του Χρύσανθου. Δεν ήταν από τις ευτυχισμένες συναντήσεις μου με τον Χρύσανθο, όταν τον άκουσα να μοιρολογά, στην Παναγία Σουμελά το δράμα του πατέρα του. Η μάνα φοβούμενη για την τύχη των παιδιών της κυρίως των μεγαλύτερων μετακομίζει στην Κοζάνη, όπου ο Χρύσανθος πήγαινε στο Γυμνάσιο στην Κοζάνη και ήταν πολύ καλός μαθητής. Στη συνέχεια η επιβίωση χωρίς την αγροτική καλλιέργεια γίνεται δύσκολη, γι’ αυτό πρώτα ο μεγαλύτερος αδερφός με την Ευλαμπία κατεβαίνουν στη Δραπετσώνα κοντά σε θείους του οικοδόμους. Στη συνέχεια περιοδικά συγκεντρώνεται εκεί όλη η οικογένεια μέχρι το 1950. Ο Χρύσανθος συνέχιζε το Γυμνάσιο στο πρότυπο Πειραιά (Σήμερα Ιωαννίδειος Πρότυπος Σχολή). Μετά την αποφοίτησή του τελείωσε μία σχολή λογιστικής. Παράλληλα δούλευε ως ελαιοχρωματιστής και έψελνε στην εκκλησία. Όλη η οικογένεια ρίχτηκε στον αγώνα για την επιβίωση. Η μάνα εργάτρια, η αδελφή αφού απολύθηκε από την Κοπή (στρατιωτικά ρούχα) ράφτρα. Όταν ο Χρύσανθος απολύθηκε από το στρατό το 1953 έμεινε χωρίς δουλειά, γιατί το αμάρτημα του κομμουνιστή πατέρα, τους συνόδευε παντού. Γι’ αυτό και δούλευε ως ελαιοχρωματιστής αυτός που ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Ότι τον άγγιζε το μετέτρεπε σε στίχο. Ασκώντας το βιοποριστικό επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή ξεσήκωνε με τα ποντιακά, τουρκικά, κρητικά, λαϊκά τραγούδια του τις γειτονιές και έβγαινε ο κόσμος στα παραθύρια να τον ακούσει. Έτσι τον άκουσε σε μια εκδρομή στη Δροσιά ο μεγάλος θεατράνθρωπος μας, Νικόλαος Σπανίδης, του πρότεινε να τραγουδήσει στο θέατρο Κοτοπούλη όπου αποθεώθηκε. Το 1954 βάφει ένα σπίτι στον Κορυδαλλό στην πλατεία Ελευθερίας. Ο Χρύσανθος τραγουδά ποντιακά. Ακούγοντας ο κόσμος από γύρω άρχισε να συγκεντρώνεται. Βρέθηκε ένας λυράρης και καθώς το αφεντικό ήταν πόντιος στρώθηκε ένα ποντιακό γλέντι με μεζέδες που έφερναν από τη γειτονιά. 

Από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να τραγουδά στο ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας με το Νίκο Παπαβραμίδη, αξιόλογο λυράρη και μετά με τον Νίκο Λαζαρίδη. Το 1954 βγάλανε τον πρώτο δίσκο των 78 στροφών. Από το 1960 ακολούθησαν 30 δίσκοι των 45 στροφών και αργότερα των 33 στροφών. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στην Πειραιά συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα ποντιακά σωματεία της Αθήνας σε διάφορες εκδηλώσεις. 

Το 1967 παντρεύεται την Αναστασία Παχατουρίδου η οποία τραγουδά επίσης. Είναι η μούσα του, η νεράϊδα του, η γυναίκα που τον αγάπησε όσο τίποτα άλλο και που αγαπήθηκε πέρα από τους ανθρώπινους νόμους. Είναι το φως και η αλήθεια του νου και της ψυχής του, αυτή που μετουσίωσε την άμορφη ύλη μέσα του σε φαντασία και την έμπνευση σε φως. Αυτή που υμνήθηκε περισσότερο από όλους τους περισπούδαστους της γης, από το αηδόνι του Πόντου. Μια τιμή που ήταν έξω και πέρα από κάθε εφήμερη προσδοκία. Τι μένει λοιπόν σε έναν καλαμαρά σαν και μένα να πω για τη μούσα του Χρύσανθου που να μην το έχει πει ο ίδιος; Σταματώ και αφουγκράζομαι τους ήχους της δικής του σιωπής. Αυτής που άφησε φεύγοντας για το μακρινό του ταξίδι. Και είναι σαν να μιλά εκείνος για τη γυναίκα της ζωής του ακροπατώντας στα νύχια των δακτύλων του, αόρατος και μακρινός, πάντα όμως ανάμεσά μας ως άϋλη παρουσία, πάντα δίπλα στη γυναίκα της ζωής του... 

Το 1959 πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάζεται με το Γιώργο Πετρίδη, τον περίφημο καλλιτέχνη με το χαϊδευτικό όνομα Γώγος, το λυράρη που αποκαλούσε «Πατριάρχη της λύρας». Μαζί εισάγουν την ποντιακή μουσική σε κέντρα διασκέδασης, ξεκινώντας από την Πολίχνη και την Καλαμαριά. Ο Πετρίδης προικισμένος από τη φύση με σπάνια μουσικά χαρίσματα,( πατέρας του ήταν ο γνωστός σ’ όλο τον Πόντο « Σταύρης» ) , μύστης του κόσμου της μουσικής και βαθύς γνώστης της αλήθειας που αυτή αντιπροσωπεύει, αοιδός με παράδοση, φωτεινό ορόσημο στον χώρο του, παντρεύει τη μουσική του διάνοια με αυτή του Χρύσανθου και διαμορφώνει το δημοφιλέστερο ποντιακό δίδυμο στο πεδίο της μουσικής.. Ο Χρύσανθος γίνεται μέλος προσφυγικών σωματείων και μένει στη Θεσσαλονίκη ως το 1975. Εκεί συνεργάζεται και με το Στάθη Ευσταθιάδη, λαογράφο σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θεατρικές παραστάσεις που παρουσιάζονται στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι η περίοδος που ομάδες ανθρώπων προσδοκούν με τη ψυχή στο στόμα τα φτερουγίσματα του μεγάλου καλλιτέχνη, αυτά που τους ταξιδεύουν πέρα από τα εφήμερα, τα φθαρτά και τα υλικά. Είναι η περίοδος που ο ίλιγγος του νου αναδύεται μέσα από τη ραστώνη της ψυχής και γεύεται το άφθαρτο, το διαχρονικό, το αιώνιο, αυτό που αντιπροσωπεύει η μουσική του Χρύσανθου με την ποιότητα και το βάθος της.

Παράλληλα με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι συνεργάζεται από το 1973 με το μουσικοσυνθέτη Χριστόδουλο Χάλαρη στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι, καθώς το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του προσελκύει καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ο Χάλαρης κορυφή στο είδος του θα πει για τον Χρύσανθο ότι ήταν ο πατριάρχης του ποντιακού τραγουδιού, μια από τις μεγαλύτερες φωνές του αιώνα, ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική που δεν πρέπει να κλείσει με το θάνατό του. Το 1975 εμφανίζεται στην Αποσπερίδα, με το Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρίζα Κωχ και τον Χάλαρη τραγουδώντας, μαζί με τα ποντιακά τραγούδια και δημιουργίες του ίδιου συνθέτη. Το 1976 περιοδεύει με το Χάλαρη στην Ελλάδα και ως το `1980 μετέχει σε συναυλίες στο Λυκαβητό με το έργο «Πέρσες», «Ρωμανός ο Μελωδός»,. Το 1980 πραγματοποιεί εμφανίσεις σε πόλεις της Γαλλίας και συμμετέχει στο φεστιβάλ της ίδιας χώρας με παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια. Το 1981 δίνει συναυλία στη Γαλλία και το 1983 στη Γερμανία και έπειτα στον Καναδά. Ο Χρύσανθος περιοδεύει σ’ όλον τον κόσμο, όπου υπάρχουν Πόντιοι . Παντού , με τη θεϊκή φωνή του αποθεώνεται . Το 1989 ταξιδεύει στον Πόντο εκπληρώνοντας το προσωπικό του τάμα. Αυτή η επίσκεψη ζωντάνεψε μέσα του τις μνήμες που κουβαλούσε στα χρωματοσώματά του και δικαίωσε την παρουσία του στον κόσμο των θνητών. Η λάμψη της πατρίδας έκανε τον μακρύ ανηφορικό του δρόμο να μοιάζει ανάλαφρος. Δεν προφτάσαμε όμως να ολοκληρώσουμε το ταξίδι που του υποσχεθήκαμε με το Γιώργο Ποζίδη στη γενέτειρά του , το χιλιοτραγουδησμένο Κάρς. 

Το 1993 ηχογραφεί μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη τον πρώτο ποντιακό δίσκο με τίτλο «τα αηδόνια του Πόντου». Η συνάντησή τους υπήρξε το αντάμωμα δύο γιγάντων, ευγενής άμιλλα δύο Τιτάνων. Το προϊόν της επικοινωνίας τους υπήρξε μια πορεία μαρτυρίου, χρέους, απόλυτης εναρμόνισης και γεννήθηκε με σπέρμα τη μεγαλοφυϊα και των δύο. Μια σπίθα που έγινε φως και κραυγή και θέριεψε. Μια σπίθα που καταύγασε τον ποντιακό ελληνισμό με την αείροη λάμψη της.

Το 1998 το δίσκο «Μια βραδιά στο Μίθριο». Οι στίχοι των τραγουδιών του είναι οι περισσότεροι δικές του δημιουργίες εκτός από ελάχιστους που έχουν διασωθεί από τον Πόντο. Οι στίχοι αυτοί γράφονται συνήθως σε παραδοσιακές ποντιακές μελωδίες.

Εκτός από τον Γώγο Πετρίδη, με τον οποίο συνεργάστηκε 18 χρόνια ο Χρύσανθος συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους πόντιους λυράρηδες, τον Γιωργούλη και Δημήτρη Κουγιουμτζίδη, τον Κωστίκα Τσακαλίδη, τον Γιώργο Κουτσίδη, τον Νίκο Ιωαννίδη , τον Παναγιώτη Ασλανίδη, τον Μιχάλη Καλλιοντζίδη, τον Χρήστο Χρυσανθόπουλο, τον Κωστάκη Πετρίδη, τον Χρήστο Τσενεκίδη , τον Θεόδωρο Βεροιώτη , τον Δημήτρη Πιπερίδη και πολλούς άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Και όλοι αυτοί μαζί έστησαν στο βασίλειο του Πόντου το δικό τους οικοδόμημα πολιτισμού, φτιαγμένο με γνήσια υλικά: τη μουσική, τον λυρισμό, το μεγαλείο των μακρινών αλησμόνητων τόπων καταγωγής μας.

Ο Χρύσανθος στη συνέντευξή του για το δίσκο του «Η ιστορία συνεχίζεται» ερμήνευσε αυτόν τον τίτλο που έδωσε στη δισκογραφική του δουλειά εκφράζοντας μια προηγμένη αντίληψη της ιστορίας του ποντιακού Ελληνισμού. Σε αυτή του τη συνέντευξη ερμήνευσε την υπογραφή του για τη στήριξη της υποψηφιότητας του Χαραλαμπίδη ως έκφραση της συναίσθησης ότι οι Πόντιοι θα πρέπει να δουλέψουν για το παρελθόν και την ιστορία τους και να πιέσουν για την αναγνώριση της Γενοκτονίας τους. Και αυτή ακριβώς η στάση τον καταξιώνει ως αληθινό άτομο που δεν αρκέστηκε στο εφήμερο αλλά οικοδόμησε το διαχρονικό και διεκδίκησε το όνειρο για τις γενιές που έρχονται…

Aυτός ήταν ο Χρύσανθος. Ένας φάρος παράδοσης, ένας θεματοφύλακας αξιών, και συλλογικής μνήμης και ένας οδηγός για το μέλλον των ποντίων και την πορεία τους στο χρόνο.

Χρύσανθε μ’, επέρασαν εφτά άκλερα χρόνε α σου έφέκες μας κι εδέβες πλαν, εφτά μαύρα χρόνε. Εμείς όμως, όπου στέκομε και κάθουμε σ΄ πίνουμε κρασίν σ΄ όνεμα σ΄, για τα τραγωδίας ντ΄εχάρτζες μας και θέλομε να εξέρτς, ότι θα κρατούμε ζωντανόν τ’ όνεμα σ’ ‘ς σα χαράντας και ‘ς σα πόνα, ‘ς σα μουχαπέτα και ‘ς σα γιορτάς εμούν.

Θέλομε να εφτάμε έναν Κέντρον Έρευνας με τ’ εσόν το όνεμαν,για να μαζεύομε τα μουσικά στολίδε ντ’ εχάρτζες μας εσύ και όλ οι άλλ τ’ εμετέρ με τα αγγελικά τα λαλίας και τα χρυσαφένα τα δοξαρέας, για να πορπατούν απά ΄ς σ’ εσέτερον των στράταν τα νέϊκα τα παιδία.

Θέλομε με τ’ εσέτερα τα πολιτισμικά όπλα να βάλομε την ποντιακή μουσικήν ‘ς σα σχολεία και ‘ς σα πανεπιστήμια.

Θέλομε ν’ εφτάμε το χρέος εμούν εμείς οι γραμματισμέν με τ’εμέτερον τον κόσμον που αγαπά σας και παίρ δύναμιν και παργορίαν απ’ εσάς, γιατί όπως έγραψεν τ’ εσόν ο φίλον,ο κοσμέτες ο Κώστης, την ημέραν ντ’ έφ’υες.

«Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ επήγαν και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας.

Κωνσταντίνος Φωτιάδης 
Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας 
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας