Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Σαν σήμερα απεβίωσε, ένας σπουδαίος Πόντιος συγγραφέας, ο Δημήτρης Ψαθάς

Σαν σήμερα απεβίωσε, ένας σπουδαίος Πόντιος συγγραφέας, ο Δημήτρης Ψαθάς

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Δημήτρη Ψαθά, οι δικοί του άνθρωποι μας μιλάνε για τη ζωή του μεγάλου Έλληνα δημιουργού.

Ένας μάστορας της πένας, ευφυής και γοητευτικός, ευγενής και περιπαιχτικός. Χαρισματικός. Απλός. Μαχητικός και τελειομανής. Κι αναπάντεχα, ανθρώπινα καλοπροαίρετος και τρυφερός με το εκάστοτε αντικείμενο της σάτιράς του: τους αληθινούς του «ήρωες» και τους άλλους, τους χάρτινους. Τους αξέχαστους χαρακτήρες που ο ίδιος δημιούργησε, ανανεώνοντας και πλουτίζοντας την νεοελληνική ευθυμογραφία. Διότι, πάνω απ’όλα ο Δημήτρης Ψαθάς, υπήρξε ένας άνθρωπος που πήρε την κωμωδία στα σοβαρά.

Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1907, κι εκεί έζησε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια, ώσπου η μικρασιατική καταστροφή τον ξερίζωσε και τον έστειλε, το 1923, πρόσφυγα, στην Αθήνα. Παλικαράκι, μόλις 16 χρονών, ήταν ήδη «αρχηγός» και προστάτης μιας πολυμελούς οικογένειας- της χήρας μητέρας του κι άλλων τεσσάρων γυναικών, των αδελφών του - που δούλευε σκληρά για να συντηρήσει.

Οι αναμνήσεις, όμως, δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ – μνήμες φωτεινές από μια παλιά ζωή χαρούμενη και ανέφελη, σε μια πόλη πολύβουη. Μνήμες από τις πρώτες του «απόπειρες» γραφής. Αργότερα, στο βιβλίο του «Γη του Πόντου» (1966), θα κατέγραφε:

Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής και πολύ ντροπαλός. Στο μάθημα της έκθεσης κανένας δεν με συναγωνιζόταν κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του -ω τι χαρά!- ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ’ τα παράθυρα, εγώ γρατσούνιζα με οίστρο το χαρτί, σηκωνόμουν και παρέδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών. Αλλά όση δόξα μάζευα στα ελληνικά, την έχανα στα μαθηματικά- δεν τα ’παιρνα ο καημένος!

Για να μην τεμπελιάζει στις διακοπές, η μητέρα του τον είχε στείλει να βοηθάει στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας «Φάρος της Ανατολής». Εκεί, ο Δημήτρης Ψαθάς εντυπωσιάστηκε από το περιβάλλον, την πολυκοσμία, τα έντυπα πάνω στα γραφεία, τις μεγάλες βιβλιοθήκες. Σημειώνει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του: «Ο κρότος του πιεστηρίου που ερχόταν από κάτω, μαζί με την περίεργη εκείνη μυρωδιά της φρέσκιας τυπογραφικής μελάνης θα με ακολουθούσε σ’ όλη τη ζωή μου».

Τον ακολούθησε και από την Μικρασία στην Αθήνα. Το 1925 - ο 18χρονος Ψαθάς -αφού προηγουμένως θα σπούδαζε νομικά, χωρίς να πάρει πτυχίο- έκανε την είσοδό του στη δημοσιογραφία, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» . Στην αρχή, ως παιδί για τα θελήματα. Ο αστικός μύθος λέει ότι όταν πήγαινε για δουλειές στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο, αργούσε να επιστρέψει και όλοι στην εφημερίδα απορούσαν - το Αρσάκειο απείχε λίγα μόλις μέτρα από τα γραφεία της εφημερίδας! Όταν τον ρώτησαν τι συνέβαινε τους εξήγησε ότι ξεχνιόταν στους χώρους των δικαστηρίων. ΄Εβρισκε τις δίκες συναρπαστικές. «Δηλαδή, τι είναι αυτό που σε μαγνητίζει;» τον ξαναρώτησαν. Αντί για άλλη απάντηση, άρχισε να τους διηγείται σπαρταριστά περιστατικά από τις δικαστικές αίθουσες. «Ε, τότε, λοιπόν, γράψε αυτά που παρακολουθείς» φαίνεται πως του είπαν και έτσι ξεκίνησε η δημοσιογραφική του καριέρα ως δικαστικού συντάκτη.


Δέκα χρόνια αργότερα, μετακόμισε στα τότε «Αθηναϊκά Νέα» του συγκροτήματος Λαμπράκη – πάντα με ρεπορτάζ από τα δικαστήρια, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς». Το 1937 ανέλαβε το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα, η οποία μετά την Κατοχή μετονομάστηκε σε «Τα Νέα». Στα «Νέα», ο Ψαθάς έμεινε περίπου 40 χρόνια και με τα «Εύθυμα και σοβαρά» του – τη στήλη που τον έκανε πασίγνωστο στο μεγάλο κοινό - που δημοσιεύονταν στην πρώτη σελίδα, καθιέρωσε το πολιτικό χρονογράφημα.

«Μέσα στη δεκαετία του ΄60, εποχή ταραγμένη και δύσκολη, το χρονογράφημα του Ψαθά ήταν (μαζί με τη γελοιογραφία του Δημητριάδη) εξοντωτικό πολιτικό όπλο. Σε βαρύτητα μετρούσε περισσότερο από το κύριο άρθρο των "Νέων"» γράφει ο Νίκος Δήμου το 1991, στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του χρονογραφήματος».

Σημειωτέον, το’67, όταν ανέβηκε η χούντα, ο Δημήτρης Ψαθάς συνελήφθη, μαζί με τους όλους τους κορυφαίους παράγοντες της πολιτικής ζωής. Κατόπιν αφέθηκε ελεύθερος, τέθηκε όμως σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ τα «Νέα» κυκλοφορούσαν σκληρά λογοκριμένα από το καθεστώς, το οποίο απαιτούσε να συνεχίσει να υπάρχει το χρονογράφημα του Ψαθά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, απειλώντας πως διαφορετικά θα την έκλειναν! Για λίγο ο Ψαθάς συνέχισε να στέλνει κείμενα, ωστόσο το διάστημα 1968-1970 σταμάτησε να γράφει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη δικτατορία και την αυστηρή λογοκρισία που επέβαλε…

Μέσα από αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό -και ενίοτε στρυφνό- αφηγηματικό είδος, ο Ψαθάς θα ξεδίπλωνε, μία προς μία, όλες του τις δεξιότητες: τον πυκνό, κοφτό, καίριο και καυστικό του λόγο, μέσα από τον οποίο αναδείκνυε τα «κακώς κείμενα» διατυπώνοντας, στην ουσία μία οξεία κριτική για ολόκληρη την εποχή του.

Το 1937 εξέδωσε το πρώτο του χιουμοριστικό βιβλίο με τίτλο «Η Θέμις έχει κέφια» (και τον επόμενο χρόνο το δεύτερο βιβλίο του «Η Θέμις έχει νεύρα»), ενώ το 1940 «ντεμπουτάρισε» και στο ελληνικό θέατρο με την κωμωδία «Το στραβόξυλο». Ήταν η αρχή μιας λαμπρής συγγραφικής πορείας που θα περιελάμβανε μυθιστορήματα, ευθυμογραφήματα, ταξιδιωτικές αναμνήσεις, χιουμοριστικά διηγήματα κ.α (Χειμώνας του 41, Αντίσταση, Το χιούμορ μια εποχής , Κάτω από τους Ουρανοξύστες, Στη Χώρα των μυλόρδων, Παρίσι Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια , Οικογένεια Βλαμμένου, Γη του Πόντου, Έτοιμοι να γελάσουμε, Από την εύθυμη πλευρά, Στο καρφί και στο πέταλο κ.α).Και, φυσικά πάνω από 25 θεατρικά έργα, που γνώρισαν τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία – πολλά, αργότερα, μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο. (Το στραβόξυλο, Ο εαυτούλης μου, Οι ελαφρόμυαλοι, Μαντάμ Σουσού, Φον Δημητράκης, Ζητείται Ψεύτης, Ένας βλάκας και μισός, Προς Θεού μεταξύ μας, Φωνάζει ο κλέφτης, Εταιρεία θαυμάτων, Εξοχικόν κέντρον ο Έρως, η Χαρτοπαίχτρα, Ξύπνα Βασίλη, Ο Αχόρταγος, Το ανθρωπάκι κ.α.)

Ήταν κωμωδίες που παίζονταν από όλους σχεδόν τους κεντρικούς θιάσους της Αθήνας, με τους πιο ονομαστούς πρωταγωνιστές: (τον Λογοθετίδη, τον Χορν, τη Συνοδινού, τον Ηλιόπουλο, τον Ρίζο, τον Φωτόπουλο, τη Βλαχοπούλου κ.λπ) καταρρίπτοντας όλα τα ρεκόρ παραστάσεων. Και κατάφεραν κάτι ακόμα πιο σημαντικό: να αναδείξουν το σημαντικό, αποστάζοντας το γελοίο. Να σαρκάσουν και να διακωμωδήσουν. Να αποτυπώσουν, με χιούμορ, πικρία αλλά και γλύκα και τρυφερότητα, όλα τα κακομοίρικα, υποφωτισμένα χαρακτηριστικά του μέσου Έλληνα, «γεννώντας » ανεπανάληπτους θεατρικούς «τύπους». Που «ζουν», μέχρι σήμερα…

Ο άγνωστος Ψαθάς

Σε ηλικία 26 ετών, ο Ψαθάς γνώρισε στην εφημερίδα «Ελληνική» την Αγγελική Οικονομίδου, η οποία θα γινόταν η αγαπημένη του σύντροφος ως το τέλος της ζωής του. Την ερωτεύτηκε με πάθος και την παντρεύτηκε – μετά από επίμονη πολιορκία τεσσάρων χρόνων – το 1937 . Απέκτησαν δύο κόρες, τη Μαρία και τη Ρίτα και τρία εγγόνια, τον Οδυσσέα, τη Λένα και τη Λίζα.

Η κόρη του, Μαρία – η οποία μαζί με την κόρη της Λένα Νίτσου είναι σήμερα επικεφαλής των εκδόσεων «Μαρία Δ.Ψαθά», θυμάται για το cosmo.gr αυτόν τον άγνωστο Δημήτρη Ψαθά…

«Ήταν ένας εξαίρετος οικογενειάρχης, αυστηρός, αλλά και γλυκός, πάντα κοντά στα παιδιά του. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του – αυτό που φαινόταν και στα κείμενά του - ήταν η ανθρωπιά του, η γνήσια αγάπη για τον άνθρωπο, για τα πάθη, για τις αδυναμίες του. Αυτή η ανθρωπιά αγκάλιαζε και μας, όλη μας την ύπαρξη. Παρότι εγώ είχα μεγάλες κόντρες μαζί του, επειδή έκανα έναν γάμο μικρή, στα 17 μου, η αγκαλιά του ήταν πάντα ανοιχτή. «Μαρία, πάρε το παιδί και έλα σπίτι», μου έλεγε όποτε συναντούσα δυσκολίες - κι αυτό, σε εποχές που το να έχεις μια κόρη χωρισμένη, με παιδί, ήταν ανήκουστο! Κι αργότερα, πάλι, όταν χώρισα και συζητούσαμε και διακωμωδούσαμε τα του γάμου μου έλεγε γελώντας : «Βρε Μαρία, με αυτό το διαζύγιό σου, θα βγάλουμε το χειμώνα μας…». Το ανεπανάληπτο χιούμορ του, το χιούμορ που σε βοηθάει να βγάζεις τη γλώσσα στη ζωή, να την περιγελάς, να μικραίνεις τα προβλήματα, ήταν η μεγαλύτερη κληρονομιά που μας άφησε. Αυτό, και το μαχητικό του πνεύμα. Στον κίνδυνο μπροστά, ο Ψαθά γινόταν παλικάρι. Και ηφαίστειο μπροστά στην αδικία – πολλές φορές είχε παίξει την καριέρα του κορώνα γράμματα για να υπερασπιστεί το δίκιο ακόμα και ενός άγνωστου, άσημου ανθρώπου. Παρεμβάσεις στη δουλειά του δε δεχόταν. Τον σέβονταν, όμως, και στα «Νέα», είχε πάντα το ελεύθερο να γράφει ό,τι ήθελε. Σε μια μόνο και μοναδική περίπτωση – νομίζω πως ήταν κάτι σχετικό με την οικογένεια Ωνάση – του έστειλε ο Χρήστος Λαμπράκης ένα μπιλιετάκι με μια ευγενική υπόδειξη, για να προσέξει κάτι. Ποτέ ξανά.


Κι εκείνος, όμως, σεβόταν την ιεραρχία. Μου έλεγε, θυμάμαι, ο Σεραφείμ Φυντανίδης – που ήταν το ’77 διεθυντής στην «Ελευθεροτυπία» - πως ως το τέλος της ζωής του, το χρονογράφημά του ο πατέρας μου δεν το έστελνε με άλλον στην εφημερίδα. Το πήγαινε πάντοτε ο ίδιος. Είχε συγκεκριμένες, καθημερινές συνήθειες, που τηρούσε ευλαβικά. Ξυπνούσε πολύ νωρίς, γύρω στις 4 το πρωί, έκανε τον αγαπημένο του διπλό ελληνικό καφέ, άναβε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και ξεκινούσε να γράφει τα θεατρικά του. Μέχρι τις 7.30-8 που ξυπνούσαμε εμείς, μες στο γραφείο του δεν μπορούσες πια να δεις από τον καπνό. Στη συνέχεια, κατέβαινε στα «Νέα», παρήγγελνε στον καφετζή ένα ούζο και ανέβαινε πάνω, στο γραφείο του. Το μεσημέρι ερχόταν γύρω στη 1-1.30 - το τραπέζι τον περίμενε, στρωμένο κι εκεί καθόμασταν όλοι γύρω γύρω, περιμένοντας να μοιραστεί μαζί μας τις εντυπώσεις από τη μέρα του. Μετά, κοιμόταν για λίγο. Το απόγευμα, αν δεν έγραφε αμέσως, άκουγε για λίγο κλασική μουσική που του άρεσε πολύ, μες στο σαλονάκι του και το βράδυ παίρναμε το τσάι μας όλοι μαζί – και τότε οι ιστορίες, οι μιμήσεις και τα ανέκδοτα έδιναν και έπαιρναν. Η διασκέδασή του ήταν να βγαίνει με φίλους – φίλους της καρδιάς, απλούς ανθρώπους, φίλους γκαρδιακούς – σε κέντρα και ταβερνάκια. Καμιά φορά, όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι, σηκωνόταν, έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δυνατά,για να τον ακούσουν όλοι «Και τώρα, θα εξευτελίσομεν τον σερ Μπιθί!». Έπιανε το «Συννεφιασμένη Κυριακή» - είχε και πολύ ωραία φωνή – και σε λίγο όλα τα τραπέζια ήταν μια παρέα. Ήταν απόλαυση να ζεις με τον Ψαθά…»

«Καλήμερα Νιότη»

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που ήταν στο ίδιο γραφείο με τον Δημήτρης Ψαθά από το 1963 ως το 1976, όταν ο τελευταίος έφυγε για να πάει στην νεοσύστατη τότε «Ελυθεροτυπία» , (σ.σ. η μεγαλύτερη ως τότε μεταγραφή στον ελληνικό Τύπο!) σε μια παλιά του συνέντευξη στο «Βήμα», θυμήθηκε στιγμιότυπα από τη «συμβίωσή» τους . «Καθημερινά ερχόταν κατά τις 10-10.30. Έμπαινε μέσα σοβαρός, έλεγε μια καλημέρα και καθόταν να γράψει. Το γραφείο του ήταν πλάτη με τον τοίχο που μας χώριζε από το γραφείο του Νίτσου, που ήταν τότε διευθυντής. Μαζί με τον Ψαθά κι εμένα, στον ίδιο χώρο ήταν ο Φάνης Κλεάνθης, που έκανε ύλη στα καλλιτεχνικά, ενώ διαγωνίως του Ψαθά καθόταν ο Φωκίων Δημητριάδης, ο μεγαλύτερος τότε γελοιογράφος στον κόσμο. Εκεί έγραφαν αργότερα και ο Πηλιχός, ο Σταματίου και η Μαρία Παπαδοπούλου, ενώ, κοντά στο δικό μου γραφείο, που ήταν στην άκρη δεξιά, καθόταν και ο Ανδρέας Σακαλής».

«Θυμάμαι ότι, ενώ όλοι τότε γράφαμε στα γνωστά δημοσιογραφικά μπλοκ, εκείνος ζητούσε από τον καφετζή ένα μαχαίρι για να κόψει στη μέση τα χαρτιά. Κι έτσι έγραφε στο μισό χαρτί με μια χρυσή πένα Πάρκερ - ποτέ με στυλό ή απλό Μπικ. Οσο έγραφε δεν σήκωνε καθόλου το κεφάλι. Μόλις τελείωνε, πήγαινε να παραδώσει το χειρόγραφό του στην ύλη. Υπεύθυνος ήταν τότε ο Μαγγανάρης, στον οποίο το παρέδιδε με τη φράση "bonjour jeunesse" ("καλημέρα νιότη")- μια φράση που χρησιμοποιούσε πολύ ο υλατζής, γιατί δεν ήταν πια και τόσο νέος. ΄Επειτα, επέστρεφε στο γραφείο, έπινε ένα ουζάκι με ένα φθηνομεζεδάκι, άναβε ένα τσιγάρο και έφευγε».

Η ζωή του ήταν περισσότερο σχετική με του Φωκίωνα Δημητριάδη, με τον οποίο συζητούσαν κάθε μέρα προτού πιάσουν δουλειά. «Ο Ψαθάς τού έδινε ιδέες για γελοιογραφίες. Άλλωστε, και ο Δημητριάδης ήταν αμίλητος... Το χρονογράφημά του έμπαινε στην πρώτη σελίδα αριστερά, σε μια εποχή που η κυκλοφορία της εφημερίδας στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν 250.000... Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Ο κόσμος τού έστελνε γράμματα, εκατοντάδες γράμματα. Είχε δύναμη και επιρροή με αυτά που έγραφε στην εφημερίδα…»

Ο συγκινητικός πρόλογος του Δημήτρη Ψαθά για το "Φον Δημητράκη"

«Τύποι προδοτών υπάρχουν πολλών λογιών. Ο «Φον Δημητράκης» δεν είναι ο στυγνός προδότης που τραβά τον δρόμο του με πλήρη συvείδηση του έργου του. Είναι ο κωμικοτραγικός Ρωμιός πολιτικάντης, που τους ειρηνικούς καιρούς απέτυχε και γελοιοποιήθηκε οικτρά ζητώντας την ψήφο του λαού, κι όμως τον καίει πάντα ο καημός ν’ ανέβει.

Έναν τέτοιο τύπο είχα υπ' όψιν μου πάντα v' ανεβάσω στη σκηνή. Τοποθετώντας τον μέσα στην Κατοχή, είχα όλη την ευκαιρία να τον αναπτύξω και να τον φωτίσω, γιατί τους ανθρώπους αυτούς που τον καιρό της ελεύθερης πολιτικής ζωής αποδοκiμασε και γελοιοποiησε ο λαός, ήρθε v' αποζημιώσει η μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάστηκε. Τα Υπουργεία, τις Νομαρχίες, τους Δήμους τα καβαλούσε ο καθένας αρκεί να ήταν πρόθυμος να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Την πουλήσανε πολλοί που τους έκαιγε ο καημός της εξoυσiας. Πρόσωπα απίθαvα και γελοία χύμηξαν στ' αξιώματα, την ώρα που ο ελληνικός λαός αγωνιζότανε τον υπέρτατο αγώνα για τη λευτεριά του.

Έτσι το ευνοϊκό κλίμα της Κατοχής βοήθησε v' αvθiσουv όλες οι αποτυχημένες φιλοδοξiες. Άλλοι δέχτηκαν να υπηρετήσoυv τον κατακτητή με το πρόσχημα της «πολιτικής σύνεσης», άλλοι δiχως προσχήματα. Eίναι η ατελεiωτη σειρά των κάθε είδους Κουϊσλιγκς που χρησιμοποίησε ο χιτλερισμός για τα σχέδιά του και που προσφέρθηκαν μ' όλη την ψυχή να εργαστούνε... για το έθνος τους.

Ανάμεσα σ' αυτούς τους αποτυχημένους και νοσηρά φιλόδοξους, ο Χίτλερ δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρεί τα όργανά του. Ένας τύπος σαν τον «Φον Δημητράκη», γελοίος, αυταρχικός, δειλός, επιπόλαιος, δεν μπορούσε σε καμμιά άλλη περίσταση να ικανοποιήσει τους καημούς και τα όνειρά του παρά μόνο την εποχή εκείvη.


Γι’ αυτό τον τοποθέτησα μέσα στην Κατοχή που χαρακτηρίζεται από δυό φλέγουσες πλευρές, το έπος της αντίστασης και την πρoδoσία. Τους ανθρώπους του λαού που ανέβηκαν και θυσιάστηκαν στον αγώνα για τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τους άλλους που κατρακύλισαν στη ντροπή της «συνεργασίας». Η θεατρική ανάπλαση του διπλού αυτού θέματος - ηρωϊκού και κωμικού- μαζί με την ανασύνθεση της εποχής σ’ έναν πίνακα συνθετικό δεν ήταν έργο εύκολο.

Δούλεψα το θέμα μου με ειλικρίνεια και αγάπη. Στον λαό που έζησε την εποχή εκείνη, μ' όλες τις ψυχικές αντιδράσεις που προκάλεσε, μένει να κρίνει το αποτέλεσμα».

«Μαντάμ Σουσού» - Ίσως η δημοφιλέστερη ηρωίδα της ελληνικής κωμωδίας

Η πορεία της αξέχαστης ηρωίδας του Δημήτρη Ψαθά από τον Μπίθουλα (στην Ακαδημία Πλάτωνος) ως το Κολωνάκι ξεκίνησε ως ευθυμογράφημα στο προπολεμικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Οικογενειακός θησαυρός» (1939), στη συνέχεια έγινε βιβλίο (1941), νούμερο κατοχικών επιθεωρήσεων, θεατρικό έργο (1942), κινηματογραφική ταινία (1948), ραδιοφωνική εκπομπή (1950), σήριαλ κλπ.

Ο μύθος λέει πως ο «τύπος» της Σουσούς, συνελήφθη τυχαία, μέσα σε μια νύχτα από τον συγγραφέα της, υπό την πίεση του αρχισυντάκτη του «Θησαυρού», Απόστολου Μαγγανάρη και της ανοιχτής σελίδας που θα περίμενε το κείμενο για να κλείσει – ο Ψαθάς εμπνεύστηκε την «πυργοδέσποινα του Μπίθουλα» από μια μεγαλομανή γειτόνισά του. Από κει και πέρα, η τεράστια επιτυχία της ηρωίδας του, ξεπέρασε, πιθανόν, οτιδήποτε ανάλογο φτιάχτηκε στην Ελλάδα του 20 αιώνα. Και τον ίδιο το δημιουργό της. Ο ίδιος ο Ψαθάς, στον πρόλογο από τις πολλές εκδόσεις του βιβλίου «Μαντάμ Σουσού», έγραψε πως «η ηρωίδα απέκτησε δική της υπόσταση και τόσο έντονη προσωπικότητα ώστε να ξεφύγει σχεδόν εντελώς από τα χέρια μου και να κάνει ό,τι θέλει. Κάποτε, τη βαρέθηκα και την πέθανα, περιγράφοντας και τη σχετική κηδεία της. Φρόντισα, για μεγαλύτερη σιγουριά να της κάνω και επικήδειο. Ακούστε τον : Ενθάδει κείται η Σουσού/αριστοκράτις και λουσού, κυρία καθωσπρέπει/ Διαβάτα, στάσου ευλαβώς και υποκλίσου ευγενώς/ Γιατί του τάφου τούτου η πλαξ μπορεί να σου φωνάξει : Βλάξ!

Νόμιζα ότι είχα κι εγώ το δικαίωμα ζωής και θανάτου για την ηρωίδα μου, όπως το έχουν όλοι οι συγγραφείς. Αμ δε! Οι διαμαρτυρίες των αναγνωστών και η αγανάκτησή τους στάθηκαν τόσο θυελλώδεις, ώστε αναγκάστηκα κάτω από την οργή και την πίεση των φίλων της, να θεωρήσω τον θάνατό της σαν μια ψεύτικη πληροφόρηση: τη Σουσού τη θεωρούσαν οι αναγνώστες της τόσο ζωντανή ώστε κινδύνεψα να κατηγορηθώ για φόνο εκ προμελέτης ! Έτσι ομολόγησα δημοσία το λάθος μου και την ανέστησα εκ νεκρών, για να συνεχίσει τη θριαμβευτική καριέρα της…»

Το 1973-74 το έργο διασκευάστηκε από τον συγγραφέα, σε ασπρόμαυρο σίριαλ 65 επεισοδίων - με σκηνοθέτη τον Μήτσο Λυγίζο και με την Άννα Παϊταζή στον κύριο ρόλο – το οποίο μεταδόθηκε από την τότε ΥΕΝΕΔ. Αργότερα, μεταφέρθηκε και πάλι στη μικρή οθόνη, σε σενάριο- ελεύθερη διασκευή του Βασίλη Νεμέα και σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου, που έπαιζε και το ρόλο του Παναγιωτάκη.

H Άννα Παναγιωτοπούλου - νεότατη το ’86 που ξεκίνησε να προβάλλεται η σειρά από την ΕΡΤ2- με το ιδιότυπο φυζίκ, την φωνή και το τεράστιο κωμικό ταλέντο της, δημιούργησε έναν αξέχαστο τύπο «Μαντάμ Σουσούς» που την έκανε – και – τηλεοπτική σταρ μέσα σε μια νύχτα. Τόσο, που στις συνεντεύξεις της αργότερα θα έλεγε : «Δεν μου αρέσει να προχωράω στον δρόμο και να με δείχνουν… Γι’ αυτό και κρατάω την προσωπική μου ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Με τη “Μαντάμ Σουσού” είχα πάθει πανικό μήπως και αρχίσω να απασχολώ τον κόσμο και πέρα από το γυαλί. Αλλά ευτυχώς… Προχωράω στον δρόμο και δεν με αναγνωρίζει σχεδόν κανένας». Η ίδια, δήλωσε πρόσφατα στη RealNews πως «η μόνη περίοδος που αναπολώ ουσιαστικά και καλλιτεχνικά είναι της “Μαντάμ Σουσού” . Δεν μπορώ να πω ότι σε σειρές σαν τις “Τρεις Χάριτες” ή το “Ντόλτσε Βίτα” δεν πέρασα μαγικά, αλλά δεν μ' έκαναν και καλύτερη ηθοποιό».

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου – ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της σειράς θυμήθηκε για το cosmo.gr, εκείνες τις αθώες ακόμα εποχές της ελληνικής τηλεόρασης που «γίνονταν πραγματικά, κινηματογραφικά γυρίσματα. Είχαμε ένα σταθερό, τεράστιο πλατό κατ’αρχήν, στο ΑΤΑ, στα Μελίσσια όπου είχαμε στήσει όλο το σπίτι της Σουσούς, τον Μπίθουλα, το Κολωνάκι, το ψαράδικο του Παναγιωτάκη – μόνο τα εξωτερικά γίνονταν αλλού. Πηγαίναμε κάθε μέρα στις 8 το πρωί, μέχρι τις 10 κάναμε πρόβα, σιγά σιγά έμπαιναν μέσα οι κάμερες και τα φώτα και στις 11 ξεκινούσαμε γύρισμα. Γυρίζαμε μέχρι τις 5-6 το απόγευμα ή όποτε τελείωνε το υλικό που θέλαμε…Της Άννας της πήγαινε πολύ ο ρόλος. Θυμάμαι πως η αγωνία της, όπως και η δική μου, ήταν να βγεί-μέσα από την κωμωδία – και το τραγικό πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Κι αυτό, πιστεύω έπαιξε τελικά ρόλο στην επιτυχία της «Σουσούς».

Η «Μαντάμ Σουσού» ήταν ένα σήριαλ, που λάτρεψε ο κόσμος – μοιραία, σχεδόν, οι πρωταγωνιστές του έγιναν σταρ σε μια νύχτα. «Ναι, με φώναζαν Παναγιωτάκη. Και ακόμα με φωνάζουν. Και με το «ζαργάνα μου» γελούσε πολύ ο κόσμος – ήταν μια λέξη που είχε μείνει. Αλλά αυτό νομίζω που πρέπει να τονιστεί ήταν η σοβαρότητα με την οποία γινόταν η δουλειά, τότε. Αυτή η σοβαρότητα εξηγεί γιατί επέζησε τόσα χρόνια,γιατί παίχτηκε και συνεχίσει να παίζεται. Είναι ένα έργο πια κλασικό.»

To μεγάλο αντίο

Το μοναδικό πράγμα που τον φόβιζε – λέει η κόρη του, Μαρία – ήταν τα γηρατειά, η ανημπόρια. Ευτυχώς, δεν τα γνώρισε. Ο Δημήτρης Ψαθάς «έφυγε» όρθιος, στα 72 του, λίγες ώρες αφότου είχε παραδώσει και το τελευταίο του χρονογράφημα. Από καρδιακή προσβολή.

«Εκείνο το βράδυ έλειπε από το σπίτι. Τρίτη και 13 Νοεμβρίου του 1979, ακριβώς 34 χρόνια πριν, πήραμε ένα τηλεφώνημα που μας ειδοποιούσε για το μοιραίο. Στην αρχή, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Άλλωστε, ακριβώς ένα μήνα πριν, στις 10 Οκτωβρίου, είχε κάνει πρεμιέρα στο «Αλάμπρα», από το θίασο του Θύμιου Καρακατσάνη, το αριστούργημα του πατέρα μου, ο «Φον Δημητράκης». Ήταν μια πανηγυρική πρεμιέρα, αφιερωμένη στην Αντίσταση, μια βραδιά χαράς, ευδαιμονίας και αποθέωσης του πατέρα μου – σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος και πνευματικός κόσμος, ο Παπανδρέου, η Μελίνα, ο Φλωράκης, οι πάντες σε μια κατάμεστη πλατεία τον χειροκροτούσαν όρθιοι. Ήταν ένας θρίαμβος…

Το πόσο πραγματικά αγαπούσε ο κόσμος τον πατέρα μου, φάνηκε όταν τον χάσαμε. Εκείνη τη μέρα η «Ελευθεροτυπία» είχε βγει με ένα κενό, στη θέση του χρονογραφήματός του – έτσι μαθεύτηκε το νέο. Και σιγά σιγά άρχισε να συρρέει στο Α’ Νεκροταφείο ένα τεράστιο πλήθος: νέες, νέοι, γέροι,παιδιά, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γνωστοί, άγνωστοι, χιλιάδες άνθρωποι, με δάκρυα στα μάτια, με λουλούδια στα χέρια, με κεριά, παιδιά που τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο.

Μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν, έκλαιγαν. Σκέψου, πως όταν μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο, έπεφταν επάνω του, έσκυβαν και αγκάλιαζαν κλαίγοντας τις ρόδες του αυτοκίνητου μας. Γυρίσαμε σπίτι εξαντλημένες από τον πόνο, εξαϋλωμένες, αλλά σχεδόν ευτυχισμένες από τη λατρεία του κόσμου. Ακόμα και κείνη την τρομερή μέρα, ο πατέρας μου είχε τη δύναμη να σπάσει τη θλίψη μας…».

Πηγή: Cosmo